Οι νέες μέθοδοι και οι πιθανές επιπλοκές
Ρεπορτάζ: Μαίρη Κατσανοπούλου
Η επέμβαση του καταρράκτη, μια επέμβαση ανώδυνη και γρήγορη για τον ασθενή, θεωρείται η πιο λεπτή, σοβαρή και πολύπλοκη επέμβαση που γίνεται στο ανθρώπινο σώμα! Αυτό επισημαίνει ο καθηγητής Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας Σπύρος Γεωργαράς, ο οποίος μας ξεναγεί στα μυστικά αυτής της εγχείρησης, που συνήθως δεν γνωρίζουν οι 100.000 Ελληνες που την κάνουν κάθε χρόνο.
Τι είναι όμως ο καταρράκτης; Το μάτι μας περιέχει έναν μικρό φακό μεγέθους 10 περίπου χιλιοστών, ο οποίος αποτελείται κυρίως από νερό και πρωτεΐνες. Ο φακός αυτός στηρίζεται στο κέντρο σχεδόν του βολβού του ματιού (ακριβώς πίσω από την κόρη) και χρησιμεύει στην εστίαση των ακτίνων του φωτός που έρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Ο φακός αυτός φυσιολογικά είναι καθαρός σαν κρύσταλλο. Η θόλωσή του από διάφορες αιτίες ονομάζεται καταρράκτης.
Ο καταρράκτης εμφανίζεται μετά την ηλικία των 50. Μπορεί όμως να παρουσιαστεί και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία, ακόμα και σε βρέφη και παιδιά (υπάρχει σπάνιος συγγενής καταρράκτης, όπου το μωρό γεννιέται με θολό φακό).
Τα συμπτώματά του είναι τα εξής:
* Προοδευτική μείωση της όρασης που δεν διορθώνεται με γυαλιά
* Εντονο θάμπωμα στο φως
* Ξεθώριασμα ή κιτρίνισμα των χρωμάτων
* Κύκλοι γύρω από τα φώτα
* Εμφάνιση μυωπίας μετά τα 30 χρόνια
Ορισμένες φορές ο καταρράκτης στο πρώτο του στάδιο βελτιώνει την όραση για κοντά χωρίς γυαλιά. Ο προχωρημένος καταρράκτης μπορεί να φθάσει και σε τύφλωση.
Οι πιο συνηθισμένες αιτίες που προκαλούν καταρράκτη είναι:
* H μεγάλη ηλικία
* Aκτινοβολίες
* Τραυματισμός του ματιού
* Η μακροχρόνια λήψη κορτιζόνης και άλλων φαρμάκων
* Ο σακχαρώδης διαβήτης
* Επεμβάσεις, όπως η υαλοειδεκτομή ή η επέμβαση γλαυκώματος
Το οικογενειακό ιστορικό καταρράκτη, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υπερβολική έκθεση στον ήλιο και η υπέρταση αυξάνουν, κατά την Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας, τον κίνδυνο να εμφανίσετε καταρράκτη πρόωρα.
Η επέμβαση
«Δεν υπάρχουν φάρμακα ή σταγόνες για τα μάτια που μπορεί να θεραπεύσουν τον καταρράκτη – η εγχείρηση είναι η μόνη θεραπεία», τονίζουν οι επιστήμονες της Αμερικανικής Ακαδημίας Οφθαλμολογίας.
Η μικροχειρουργική αποκατάσταση της διαύγειας του φακού, που σήμερα ονομάζεται φακοθρυψία ή φακεκτομή ή φακόλυση, αποτελεί τη μόνη λύση για τον καταρράκτη. Αυτή μπορεί να γίνει μερικές φορές ταυτόχρονα με τη διόρθωση των τυχόν διαθλαστικών ανωμαλιών του ματιού (μυωπίας, υπερμετρωπίας, αστιγματισμού ή πρεσβυωπίας).
Ειδική μελέτη
Πριν από την εγχείρηση γίνεται ειδική μελέτη για τον καταρράκτη με υπερηχογραφήματα και άλλες ειδικές εξετάσεις (όπως ο υπολογισμός της δύναμης και του τύπου του ενδοφακού, η καταγραφή των διαθλαστικών εκτροπών, τοπογραφίες, μελέτη της δομής του φακού και της ίριδας, μελέτη όλου του ματιού και της οπτικής λειτουργίας του ασθενούς).
Τελευταία, η τομή στον κερατοειδή ή στο περιφάκιο πριν από την κυρίως επέμβαση γίνεται με μαχαίρι λέιζερ. Η κυρίως επέμβαση γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία (με σταγόνες) και διαρκεί λίγα λεπτά.
«Κατά την επέμβαση», περιγράφει ο καθηγητής, «ύστερα από δύο μικρές παρακεντήσεις υδροδιαχωρίζονται, γαλακτοποιούνται και αναρροφούνται τα θολά ή τα λιθοποιημένα καταρρακτικά στοιχεία του φακού με τη βοήθεια υπερήχων ή λέιζερ ή υδροτζέτ και με συνδυασμό τεχνικών, ανάλογα με την πηγή ενέργειας του μικροκαθετήρα της φακοθρυψίας.
»Σήμερα χρησιμοποιούμε κατά κανόνα τους ψυχρούς υπερήχους. Μέσα στο άδειο πλέον τοίχωμα του πραγματικού φακού (περιφάκιο) τοποθετείται ένας τεχνητός διαυγής φακός (ενδοφακός)».
Ετσι το περίβλημα του φακού και τα στηρίγματά του είναι του οργανισμού μας και η «καρδιά» του ένας τεχνητός πλαστικός φακός, συμβατός με τους ιστούς του οργανισμού και αναλλοίωτος στον χρόνο.
Ο ασθενής δεν χρειάζεται κατά κανόνα να παραμείνει στο νοσοκομείο μετά την επέμβαση. Πρέπει όμως να εξεταστεί την επόμενη ημέρα καθώς και αργότερα, σε τακτά χρονικά διαστήματα (για ένα εξάμηνο μετά την εγχείρηση και μετά τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο). Η φαρμακευτική αγωγή εφαρμόζεται συνήθως για δυο - τρεις εβδομάδες. Κατόπιν χορηγούνται, εάν χρειάζονται, βοηθητικά γυαλιά.
Την πρώτη εβδομάδα μετά την επέμβαση, ο ασθενής δεν πρέπει να κάνει έντονη άσκηση, να σηκώνει βάρη, να φέρνει το μάτι σε επαφή με το νερό ή να το τρίβει. Επίσης πρέπει να φορά ενισχυμένα γυαλιά ηλίου στο έντονο φως.
Οι επιπλοκές
Το ποσοστό επιτυχίας των επεμβάσεων καταρράκτη είναι σήμερα πολύ υψηλό και ξεπερνά το 94%. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό επιπλοκών περίπου 6% που αφορά όλους τους ιστούς του ματιού.
«Οπως και σε κάθε οφθαλμολογική επέμβαση, υπάρχει ακόμα και η πιθανότητα απώλειας της όρασης, κάτι που ευτυχώς πρακτικά δεν υφίσταται σήμερα», λέει ο κ. Γεωργαράς. «Σοβαρές επιπλοκές από την επέμβαση είναι οι αιμορραγίες στον βυθό του ματιού, οι οποίες παρατηρούνται σε άτομα αγγειακά επιβαρημένα ή πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας, σε πάσχοντες από διαβήτη κ.ά.
»Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να διακοπεί η επέμβαση έως την αποκατάσταση της αιμορραγίας ή να παραπεμφθεί ο ασθενής σε χειρουργό οπισθίου ημιμορίου του ματιού. Σοβαρές επιπλοκές ακόμα είναι η πτώση του καταρρακτικού φακού ή του ενδοφακού στον χώρο του υαλώδους, οπότε και πάλι χρειάζεται ειδική εγχείρηση για την αποκατάσταση της δομής του ματιού».
Οι μολύνσεις είναι σπάνιες και οι πιο σοβαρές αφορούν μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά ή μύκητες.«Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική χειρουργικά και υπάρχει η πιθανότητα ο χειρουργός να αναγκαστεί, λόγω της κατάστασης των ιστών, να τροποποιήσει τη χειρουργική μέθοδο ή να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους, όπως είναι η εξωπεριφακική μεγάλης τομής ή η ενδοπεριφακική αφαίρεση του καταρράκτη, δηλαδή η πλήρης αφαίρεση του φακού με τα εξαρτήματά του», επισημαίνει ο καθηγητής.
«Πάντως, η καλή τεχνική και η εμπειρία του χειρουργού και τα μηχανήματα προηγμένης τεχνολογίας μπορούν να εξαφανίσουν σχεδόν τις επιπλοκές». Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τόσο ο θεράπων οφθαλμίατρος όσο και ο χειρουργός να έχουν μελετήσει με ακρίβεια κάθε περιστατικό και να το παρακολουθούν σε στενή συνεργασία. «Ετσι, ακόμα και εάν εμφανιστούν επιπλοκές, θα αντιμετωπιστούν άμεσα, χωρίς επιπτώσεις στην όραση του χειρουργηθέντος ασθενούς», λέει ο κ. Γεωργαράς.
Το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή το πόσο καλά θα βλέπει ο ασθενής, εξαρτάται και από τη διαύγεια των διαθλαστικών μέσων (του κερατοειδούς, του υαλώδους, του περιφακίου και του βυθού του ματιού).
Εάν ο βυθός του ματιού ή το οπτικό νεύρο έχουν υποστεί βλάβες από άλλες παθήσεις, όπως το γλαύκωμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η γεροντική εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, αυτό θα έχει επιπτώσεις στην τελική όραση του ασθενούς μετά την επέμβαση. Στις περιπτώσεις όμως που το μάτι και η οπτική οδός είναι φυσιολογικά, ο χειρουργημένος βλέπει καλά κατά 100%.
Πότε πρέπει να αφαιρείται ο καταρράκτης; «Σε αντίθεση με τη λαϊκή πεποίθηση, ο καταρράκτης δεν πρέπει να ‘“ωριμάσει” για να αφαιρεθεί», αναφέρει η Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας.
«Σήμερα, η επέμβαση του καταρράκτη πρέπει να γίνεται όταν ο ασθενής καταλάβει ότι η μείωση της όρασης τον ενοχλεί στις καθημερινές ασχολίες του», συμβουλεύει ο κ. Γεωργαράς.
«Αντίθετα από παλιά, που οι γιατροί περίμεναν σχεδόν την τύφλωση με την ωρίμαση του καταρράκτη για να χειρουργήσουν, λόγω των μέσων που τότε διέθεταν, σήμερα κάτι τέτοιο αυξάνει απλώς τις πιθανότητες των μετεγχειρητικών επιπλοκών».
πηγήΤι είναι όμως ο καταρράκτης; Το μάτι μας περιέχει έναν μικρό φακό μεγέθους 10 περίπου χιλιοστών, ο οποίος αποτελείται κυρίως από νερό και πρωτεΐνες. Ο φακός αυτός στηρίζεται στο κέντρο σχεδόν του βολβού του ματιού (ακριβώς πίσω από την κόρη) και χρησιμεύει στην εστίαση των ακτίνων του φωτός που έρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Ο φακός αυτός φυσιολογικά είναι καθαρός σαν κρύσταλλο. Η θόλωσή του από διάφορες αιτίες ονομάζεται καταρράκτης.
Ο καταρράκτης εμφανίζεται μετά την ηλικία των 50. Μπορεί όμως να παρουσιαστεί και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία, ακόμα και σε βρέφη και παιδιά (υπάρχει σπάνιος συγγενής καταρράκτης, όπου το μωρό γεννιέται με θολό φακό).
Τα συμπτώματά του είναι τα εξής:
* Προοδευτική μείωση της όρασης που δεν διορθώνεται με γυαλιά
* Εντονο θάμπωμα στο φως
* Ξεθώριασμα ή κιτρίνισμα των χρωμάτων
* Κύκλοι γύρω από τα φώτα
* Εμφάνιση μυωπίας μετά τα 30 χρόνια
Ορισμένες φορές ο καταρράκτης στο πρώτο του στάδιο βελτιώνει την όραση για κοντά χωρίς γυαλιά. Ο προχωρημένος καταρράκτης μπορεί να φθάσει και σε τύφλωση.
Οι πιο συνηθισμένες αιτίες που προκαλούν καταρράκτη είναι:
* H μεγάλη ηλικία
* Aκτινοβολίες
* Τραυματισμός του ματιού
* Η μακροχρόνια λήψη κορτιζόνης και άλλων φαρμάκων
* Ο σακχαρώδης διαβήτης
* Επεμβάσεις, όπως η υαλοειδεκτομή ή η επέμβαση γλαυκώματος
Το οικογενειακό ιστορικό καταρράκτη, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υπερβολική έκθεση στον ήλιο και η υπέρταση αυξάνουν, κατά την Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας, τον κίνδυνο να εμφανίσετε καταρράκτη πρόωρα.
Η επέμβαση
«Δεν υπάρχουν φάρμακα ή σταγόνες για τα μάτια που μπορεί να θεραπεύσουν τον καταρράκτη – η εγχείρηση είναι η μόνη θεραπεία», τονίζουν οι επιστήμονες της Αμερικανικής Ακαδημίας Οφθαλμολογίας.
Η μικροχειρουργική αποκατάσταση της διαύγειας του φακού, που σήμερα ονομάζεται φακοθρυψία ή φακεκτομή ή φακόλυση, αποτελεί τη μόνη λύση για τον καταρράκτη. Αυτή μπορεί να γίνει μερικές φορές ταυτόχρονα με τη διόρθωση των τυχόν διαθλαστικών ανωμαλιών του ματιού (μυωπίας, υπερμετρωπίας, αστιγματισμού ή πρεσβυωπίας).
Ειδική μελέτη
Πριν από την εγχείρηση γίνεται ειδική μελέτη για τον καταρράκτη με υπερηχογραφήματα και άλλες ειδικές εξετάσεις (όπως ο υπολογισμός της δύναμης και του τύπου του ενδοφακού, η καταγραφή των διαθλαστικών εκτροπών, τοπογραφίες, μελέτη της δομής του φακού και της ίριδας, μελέτη όλου του ματιού και της οπτικής λειτουργίας του ασθενούς).
Τελευταία, η τομή στον κερατοειδή ή στο περιφάκιο πριν από την κυρίως επέμβαση γίνεται με μαχαίρι λέιζερ. Η κυρίως επέμβαση γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία (με σταγόνες) και διαρκεί λίγα λεπτά.
«Κατά την επέμβαση», περιγράφει ο καθηγητής, «ύστερα από δύο μικρές παρακεντήσεις υδροδιαχωρίζονται, γαλακτοποιούνται και αναρροφούνται τα θολά ή τα λιθοποιημένα καταρρακτικά στοιχεία του φακού με τη βοήθεια υπερήχων ή λέιζερ ή υδροτζέτ και με συνδυασμό τεχνικών, ανάλογα με την πηγή ενέργειας του μικροκαθετήρα της φακοθρυψίας.
»Σήμερα χρησιμοποιούμε κατά κανόνα τους ψυχρούς υπερήχους. Μέσα στο άδειο πλέον τοίχωμα του πραγματικού φακού (περιφάκιο) τοποθετείται ένας τεχνητός διαυγής φακός (ενδοφακός)».
Ετσι το περίβλημα του φακού και τα στηρίγματά του είναι του οργανισμού μας και η «καρδιά» του ένας τεχνητός πλαστικός φακός, συμβατός με τους ιστούς του οργανισμού και αναλλοίωτος στον χρόνο.
Ο ασθενής δεν χρειάζεται κατά κανόνα να παραμείνει στο νοσοκομείο μετά την επέμβαση. Πρέπει όμως να εξεταστεί την επόμενη ημέρα καθώς και αργότερα, σε τακτά χρονικά διαστήματα (για ένα εξάμηνο μετά την εγχείρηση και μετά τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο). Η φαρμακευτική αγωγή εφαρμόζεται συνήθως για δυο - τρεις εβδομάδες. Κατόπιν χορηγούνται, εάν χρειάζονται, βοηθητικά γυαλιά.
Την πρώτη εβδομάδα μετά την επέμβαση, ο ασθενής δεν πρέπει να κάνει έντονη άσκηση, να σηκώνει βάρη, να φέρνει το μάτι σε επαφή με το νερό ή να το τρίβει. Επίσης πρέπει να φορά ενισχυμένα γυαλιά ηλίου στο έντονο φως.
Οι επιπλοκές
Το ποσοστό επιτυχίας των επεμβάσεων καταρράκτη είναι σήμερα πολύ υψηλό και ξεπερνά το 94%. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό επιπλοκών περίπου 6% που αφορά όλους τους ιστούς του ματιού.
«Οπως και σε κάθε οφθαλμολογική επέμβαση, υπάρχει ακόμα και η πιθανότητα απώλειας της όρασης, κάτι που ευτυχώς πρακτικά δεν υφίσταται σήμερα», λέει ο κ. Γεωργαράς. «Σοβαρές επιπλοκές από την επέμβαση είναι οι αιμορραγίες στον βυθό του ματιού, οι οποίες παρατηρούνται σε άτομα αγγειακά επιβαρημένα ή πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας, σε πάσχοντες από διαβήτη κ.ά.
»Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να διακοπεί η επέμβαση έως την αποκατάσταση της αιμορραγίας ή να παραπεμφθεί ο ασθενής σε χειρουργό οπισθίου ημιμορίου του ματιού. Σοβαρές επιπλοκές ακόμα είναι η πτώση του καταρρακτικού φακού ή του ενδοφακού στον χώρο του υαλώδους, οπότε και πάλι χρειάζεται ειδική εγχείρηση για την αποκατάσταση της δομής του ματιού».
Οι μολύνσεις είναι σπάνιες και οι πιο σοβαρές αφορούν μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά ή μύκητες.«Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική χειρουργικά και υπάρχει η πιθανότητα ο χειρουργός να αναγκαστεί, λόγω της κατάστασης των ιστών, να τροποποιήσει τη χειρουργική μέθοδο ή να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους, όπως είναι η εξωπεριφακική μεγάλης τομής ή η ενδοπεριφακική αφαίρεση του καταρράκτη, δηλαδή η πλήρης αφαίρεση του φακού με τα εξαρτήματά του», επισημαίνει ο καθηγητής.
«Πάντως, η καλή τεχνική και η εμπειρία του χειρουργού και τα μηχανήματα προηγμένης τεχνολογίας μπορούν να εξαφανίσουν σχεδόν τις επιπλοκές». Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τόσο ο θεράπων οφθαλμίατρος όσο και ο χειρουργός να έχουν μελετήσει με ακρίβεια κάθε περιστατικό και να το παρακολουθούν σε στενή συνεργασία. «Ετσι, ακόμα και εάν εμφανιστούν επιπλοκές, θα αντιμετωπιστούν άμεσα, χωρίς επιπτώσεις στην όραση του χειρουργηθέντος ασθενούς», λέει ο κ. Γεωργαράς.
Το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή το πόσο καλά θα βλέπει ο ασθενής, εξαρτάται και από τη διαύγεια των διαθλαστικών μέσων (του κερατοειδούς, του υαλώδους, του περιφακίου και του βυθού του ματιού).
Εάν ο βυθός του ματιού ή το οπτικό νεύρο έχουν υποστεί βλάβες από άλλες παθήσεις, όπως το γλαύκωμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η γεροντική εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, αυτό θα έχει επιπτώσεις στην τελική όραση του ασθενούς μετά την επέμβαση. Στις περιπτώσεις όμως που το μάτι και η οπτική οδός είναι φυσιολογικά, ο χειρουργημένος βλέπει καλά κατά 100%.
Πότε πρέπει να αφαιρείται ο καταρράκτης; «Σε αντίθεση με τη λαϊκή πεποίθηση, ο καταρράκτης δεν πρέπει να ‘“ωριμάσει” για να αφαιρεθεί», αναφέρει η Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας.
«Σήμερα, η επέμβαση του καταρράκτη πρέπει να γίνεται όταν ο ασθενής καταλάβει ότι η μείωση της όρασης τον ενοχλεί στις καθημερινές ασχολίες του», συμβουλεύει ο κ. Γεωργαράς.
«Αντίθετα από παλιά, που οι γιατροί περίμεναν σχεδόν την τύφλωση με την ωρίμαση του καταρράκτη για να χειρουργήσουν, λόγω των μέσων που τότε διέθεταν, σήμερα κάτι τέτοιο αυξάνει απλώς τις πιθανότητες των μετεγχειρητικών επιπλοκών».