Σοφράς-Λαογραφικό Μουσείο “Ελληνικοί χοροί Παραδοσιακή φλόγα “
Ο «Σοφράς» ή σουφράς, ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι φαγητού μικρός ή μεγάλος με πολύ χαμηλά πόδια, ως 40 εκατ. ύψος , δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο για τραπέζι φαγητού. Οι τρώγοντες κάθονταν σταυροπόδι, εκτός των νέων γυναικών που έτρωγαν στηριζόμενες στα γόνατά τους ή καθισμένες σε μικρά σκαμνιά. Οι άνδρες κάθονται πάνω σε προσκέφαλα σταυροπόδι πάντοτε. Παλαιότερα τραπεζομάντηλα δεν χρησιμοποιούσαν αλλά πάνω στο σοφρά έβαζαν ένα μεγάλο σινί και μέσα σ΄αυτό τα σάνια ή σαγάνια. Στα μεγάλα δείπνα, όπως στην περίπτωση γάμου χρησιμοποιούσαν σουφράδες ορθογώνιες σε κανονικό ύψος για 10 ή και περισσότερα άτομα και κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα. Οι γυναίκες όμως δεν συμμετείχαν στο κοινό με τους άνδρες τραπέζι αλλά σε ξεχωριστό. Πάνω στο σοφρά έκαναν κι άλλες δουλειές, όπως το πλάσιμο των φύλλων ζυμαριού για τις πίτες, το ζύμωμα της καλαμποκοκουλούρας, των πρόσφορων για την εκκλησιά, των κουλουριών. Πάνω αναποδογύριζαν αμέσως μετά το ξεφούρνισμα τις πίτες, άπλωναν τα σύκα μετά το βράσιμό τους για να γίνουν οι συκομαϊδες κ.α. Ήταν ένα σκεύος που δεν έλλειπε από κανένα σπίτι του χωριού.
Γάστρα
Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της ζωής στο χωριό. Δεν θυμάμαι σπίτια στο χωριό που να είχαν φούρνο για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό «στο ταψί».
Η γάστρα ήταν μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι» ή να τη μεταφέρουν με τα χέρια, όταν ήταν κρύα. Πιο κάτω από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ’ αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία συνήθως ήταν από πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, η νοικοκυρά άναβε δυνατή φωτιά με κλάρες που κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω στη φωτιά τοποθετούσε τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά έπεφτε, η νοικοκυρά καθάριζε τη γωνιά, έβαζε το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, το σκέπαζε με τη γάστρα και ύστερα έβαζε τα κάρβουνα και τη ζεστή στάχτη πάνω και γύρω στη γάστρα και σφράγιζε το φορητό φούρνο. Σε δύο ή τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο. Στη γάστρα έψηναν το ψωμί, τις πίτες, τα γλυκά του ταψιού, μπακλαβάδες, κουραμπιέδες, αλλά και φαγητά.Ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Η γάστρα μαζί με την πυροστιά, το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της καθημερινότητας της νοικοκυράς.Το φαγητό στη γάστρα είχε υπέροχη γεύση και νοστιμιά, γιατί σφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και τα έψηνε πολύ σιγά.
Το Σκαφίδι
- Σκαφίδι
Το σκαφίδι ήταν μια σκάφη συνηθισμένου μεγέθους, ξύλινη κι εχρησιμοποιείτο μόνο για το ζύμωμα του ψωμιού. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων της περιοχής ως και μετά τον πόλεμο του 40. Κι όταν μιλάμε για κάπως πλουσιότερους οικογενειάρχες του χωριού εννοούμε εκείνους που είχαν το καλαμποκίσιο ψωμί εξασφαλισμένο για όλη τη χρονιά. Για να ζυμωθεί το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν απαραίτητο το σκαφίδι γιατί δεν πρόκειται ακριβώς για ζύμωμα καλύτερα να λέμε για ανακάτωμα. Έβαζαν το αλεύρι στη μέση του σκαφιδιού, σαν κάθετο τείχος κι από τη μια πλευρά του έριχναν το ανάλογο αλάτι και το προζύμι κι από την άλλη το ζεματιστό νερό. Με μια μεγάλη ξύλινη χουλιάρα(κουτάλα)έσπρωχναν λίγο- λίγο το αλεύρι προς το νερό και τ τ΄ανακάτωναν για να μουσκέψει και να ποτίσει καλά με το ζεματισμένο νερό αλλιώς θα μύριζε καλαμποκίλα. Έπρεπε να το πετύχουν σε κατάλληλη ρευστότητα για να γίνει καλό το ψωμί. Εκεί στην άκρη του σκαφιδιού το άφηναν ώσπου να γίνει η ζύμωση κι ύστερα το μετέφερναν στο ταψί για να το ψήσουν σε λίγο.
Ζύμωναν κι ένα άλλο είδος καλαμποκίσιου ψωμιού, την κουλούρα. Αυτή γινόταν χωρίς προζύμι, ήταν άζυμο ψωμί, που το ζύμωναν ξερό όσο μπορούσαν και το φούρνιζαν αμέσως. Όταν ψηνόταν κι έβγαινε ζεστή τρωγόταν θαυμάσια με ελιές ή τυρί, ενώ κρύα ήταν καλή τριμμένη σε ζεστό γάλα. Την άλλη μέρα δεν τρωγόταν καθόλου, έμοιαζε σαν ασβέστης.
Το σίδερο
Το σίδερο ήταν κατασκευασμένο από χοντρό μέταλλο. Η χειρολαβή του ήταν από ξύλο για να μην καίει τα χέρια αυτού που το χρησιμοποιούσε. Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη: το κάτω και το πάνω. Το κάτω ήταν βαθουλό και μέσα έμπαιναν τα κάρβουνα. Το πάνω ήταν λεπτό και χρησίμευε σαν πώμα για να κλείνει το σίδερο. Επίσης υπήρχε ένα πύρος στο κάτω μέρος που ασφάλιζε με το σύρτη στο πάνω μέρος. Όταν η θερμοκρασία του σιδέρου άρχιζε να πέφτει, η νοικοκυρά κουνούσε το σίδερο δεξιά αριστερά για να αναζωπυρωθούν τα κάρβουνα και εν συνεχεία σιδερώνανε τα ρούχα.
ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ
Φόρτωναν στο γαϊδουράκι τα ρούχα, το καζάνι,τη σκάφη, τη στάχτη για αλισίβα, το κοπάνι κι έφταναν στις πηγές. Πήγαιναν δύο τρεις μαζί οι νοικοκυρές. Άναβαν τη φωτιά κι άρχιζαν το πλύσιμο λέγοντας ταυτόχρονα κι όλα τα νέα του χωριού .
Για τoν καθαρισμό των ρούχων χρησιμοποιούσαν στάχτη, την αλισίβα.Έβαζαν τα ρούχα σε μια κόφα ή καλάθι με διάτρητη βάση πάνω σ΄ένα ταψί ή μια σκάφη για να μαζεύουν τα νερά. Μετά το πρώτο χέρι πλυσίματος με σαπούνι τα βάζανε στη κόφα. Από πάνω στρώνανε ένα σταχτοπάνι πάνω στο λευκό πανί έριχναν δύο χούφτες κοσκινισμένη στάχτη. Παράλληλα έβραζαν στο καζάνι νερό στο οποίο είχαν κοσκινισμένη στάχτη για να φτιάξουν αλισίβα. Με το βράσιμο του νερού η στάχτη καθότανε στον πάτο του καζανιού.
Ρίχνανε καυτό νερό πολύ συχνά που περνούσε μέσα από την στάχτη και πότιζε τα ρούχα σιγά- σιγά, ώστε να περάσει από όλα τα ρούχα και τα αφήνανε 1,5 με 2 ώρες ή όλο το βράδυ. Στο κάτω μέρος έβαζαν τα σκούρα χρωματιστά ρούχα και επάνω τα λευκά. Μετά τα ξεπλένανε με άφθονο νερό.
Για το πλύσιμο των χοντρών μάλλινων ρούχα πήγαιναν συνήθως σε ποτάμια και πηγές όπου υπήρχε άφθονο νερό αλλά και μέρος για το πλύσιμο και κοπάνισμα των ρούχων. Πρώτα τα αφήνανε να μουλιάσουν μέσα στο νερό μετά τραβώντας τη μία άκρη τα κοπάνιζαν σε επίπεδο μέρος με το κοπάνι και διπλώνοντάς τα λίγο-λίγο συνέχιζαν να τα χτυπούν, ώστε να κοπανίσουν όλο το ρούχο για να φύγουν οι βρωμιές, Στο τέλος τα ξεπλένανε με άφθονο νερό. Τα άπλωναν στα κλαδιά των θάμνων να στεγνώσουν και το απόγευμα ή το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι.
Ο κόπανος ή κοπάνι που χρησιμοποιούσαν ήταν ένα ξύλινο εργαλείο μήκους 70 εκ. το μισό ήταν φαρδύ για να χτυπά τα ρούχα και στην άκρη κατέληγε λεπτό και κυκλικό για να πιάνεται με το χέρι.
Έπίσης για το πλύσιμο των χοντρών ρούχων πήγαιναν και στη νεροτριβή. Μεταφέρανε τα ρούχα στο μύλο, τα ρίχνανε μέσα στη νεροτριβή και αφού καθαρίζανε με την πίεση και περιστροφή του νερού, τα βγάζανε, τα αφήνανε να στεγνώσουν στον ήλιο.
πηγή: Πωγωνησιακά και Βησσανιώτικα του Σπύρου Στούπη/φωτο:Λαογραφικό Μουσείο -Ελληνικοί χοροί Παραδοσιακή φλόγα .........