ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 03 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1943: Οι γερμανοί εκτελούν 82 Έλληνες στην Ήπειρο (η καταστροφή του χωριού Λιγκιάδες έναντι των Ιωαννίνων). Στο σπίτι του Ρούσκα ήταν δ19ύο οικογένειες εκτελεσμένες η Ελένη Αθ. Μπαμπούσκα και το παιδί της σκοτωμένο και το άλλο τραυματισμένο στη σπονδυλική στήλη -ήταν ζωντανό και βύζαινε στη μάνα του σκοτωμένη 36 ώρες που ήρθαν και το πήραν.
Ήρθε ο Νικόλαος Γ. Μανδήλας και το πήγαν στο Νοσοκομείο στο Γρεβενήτη που είχαν οι αντάρτες- και η Μαρία Γ. Λάππα με τα τρία παιδιά της. Στη μάνδρα του Δημ. Παπά ήταν σκοτωμένος μεσ΄ τα πουρνάρια ο Σταύρος Γ.Ζώτος, είχε τα λεπτά στην τσαντήλα και μετά από πολλές μέρες τον βρήκαν και του πήραν τα λεφτά και μετά είπαν. Στον κήπο του Λάππα ήταν (σκοτωμένη) η Ελένη Γ. Γεράκου με τα δύο της παιδιά.
Στην αυλή του Τσερίκη ήταν(σκοτωμένη) η Αγγέλω η γιαγιά Κώστα και Μήτσου Φούκα. Στην κουζίνα Θεοδώρου Λώλη ήταν σκοτωμένη η Λαμπρινή χήρα Λιούρη, η κοπέλα μου αβάπτιστη τεσσάρων μηνών καμένη μαζί με την σαρμάνα, η Αικατερίνη χήρα Λώλη και η Πανάγιω Κ. Λώλη κοπέλα 18 χρονών ήταν πίσω από την πόρτα στη γωνία. Άνοιγε η πόρτα και τις έπιανε η πόρτα πίσω. Έμειναν εκεί 25 μέρες ώσπου μύρισαν και τις βρήκαν και δεν μεταφέρονταν να τις θάψουν στο Νεκροταφείο και τις έθαψαν στην κήπο εδά κει. Αφού μας είπαν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα, τα χάσαμε, δεν ξέραμαν που πάμε, δεν είχαμε αίμα ζεστό απάνω μας, κρυώσαμε, παγώσαμε, χτυπηθήκαμε, κλάψαμε, θρηνήσαμε.
Η ώρα δώδεκα το μεσημέρι αφήσαμε τα παιδιά μας υγιέστατα, τα σπίτια μας σπίτια ωραία και να επιστρέψομε το βράδυ και μη βρούμε ούτε ανθρώπους ούτε σπίτια. Ξεκινήσαμε από την Στρογγλή και κάναμε κάτω να έρθουμε για το χωριό και δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Αλλού θέλαμε να πάμε και αλλού πηγαίναμε. …………………………….. Το βράδυ καμιά ώρα μέρα από μέρη που δεν φαινόμασταν από τα Γιάννενα δια να μας βάλουν ήρθαμαν στο χωριό. Μας φαινόνταν πως θα βρούμε τους ανθρώπους ζωντανούς. Βρήκαμαν τη Λαμπρινή Λιούρη και την κοπέλα μου σκοτωμένες και καμένες στο μαγιριό ψηλά στο αξεφύληγο αραποσίτι του μπάρμπα μου Θοδωρή Λώλη.
Την άλλη μέρα ήρθαν δύο τσοπαναραίοι να πάρουν λίγο νερό, ψωμί ότι να εύρεσκαν να βάλουν στο στόμα τους, τους βαλαν από το νησί με τα μυδράλια. Και έτσι δεν έρχονταν ξανά μέρα άνθρωποι στο χωριό. Νύχτα σε νύχτα έρχονταν και έθαφταν τους σκοτωμένους που ήταν έξω από τα σπίτια και συμμάζευαν ότι είχε μείνει από την καταστροφή… Οι Ναζί ακόμα το μάτι στο χωριό το είχαν.
Την Τρίτη Κυριακή και την Πέμπτη Κυριακή το βράδυ μετά το κάψιμο, έβαλαν με το πυροβολικό στα σπίτια που είχαν μείνει άκαιγα, τα τρύπησαν τα τοιχάρια με τα βλήματα αλλά ευτυχώς δεν ήταν άλλα θύματα. Την πρώτη Σεπτεμβρίου 1944 χτυπούν από το Τζαμί του Κάστρου με τα βαριά μυδράλια και ανάψαν και κάηκαν τα μανδριά του Αθανασ. Μπαμπούσκα. Την ίδια μέρα ρίχτουν στα βλάχικα κονάκια που ήταν στη θέση «Γιάνο» και σκότωσαν μια βλάχα, τη γυναίκα του Στάθη Μάστουρα. Τη φέραν νύχτα και τη θάψαν στο χωριό.
Το τυχερό μωρό
Λιγκιάδες
ΛΥΓΚΙΑΔΕΣ: Το χωριό που ρήμαξαν οι Γερμανοί ,
το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Εβδομήντα ένα χρόνια από το χαλασμό 03-10-1943
« Δυο μέρες ζούσε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας
τραυματισμένο το φτωχό με τη θηλή στο στόμα
της μάνας του που κείτονταν νεκρή και παγωμένη
με απλανές το βλέμμα της ψηλά στο κρύο χώμα »,
θα πει ο ποιητής Γιάννης Θεοδώρου.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ :
Από το βιβλίο του Γερμανου Christoph Sminck–Gustavus «Μνήμες κατοχής ΙΙΙ – «οι Λυγκιάδες στις φλόγες»
Καταγράφει τον Νίκο Ρούσκα που περιγράφει δραματικά τον χαμό της αγαπημένης του κόρης λέγοντας: «Ναι, η Όλγα στην αγκαλιά μου ήταν δυόμιση χρονών κορίτσι. Η ίδια σφαίρα πέρασε την κοπέλα μου και χτύπησε εμένα. Έπεσα κάτω…».Η τραγική μορφή της Ελένης Χολέβα ζωντανεύει τα γεγονότα λέγοντας στον συγγραφέα:«Εμένα μια σφαίρα βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθια. Έπεσα και εγώ σαν χαμένη σφίγγοντας στην αγκαλιά μου κουτσοκεφαλιασμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα…».Σπαραγμός ψυχής είναι τα λόγια του δάσκαλου, Χρήστου Παππά που οι Ναζί «Εντελβάις» του δολοφόνησαν και τα 4 παιδιά του, και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από ένα μήνα τον υποχρέωσαν τα κτήνη να σκάψει στα αποκαΐδια στο χωριό για να βεβαιωθεί η Ελληνική Χωροφυλακή και η Γερμανική Μυστική Στρατονομία, πως πραγματικά εκτελέστηκαν άμαχοι στους Λυγκιάδες. «Πήγαμαν λοιπόν σ΄αυτά τα σπίτια και σκάψαμαν στα συντρίμματα…Βρήκαμαν μικρά κεφαλάκια … Μπροστά από διάφορα σπίτια κείτονταν ακόμη ανθρώπινα υπολείμματα…».Ο Χαρίλαος Λιούρης περιγράφει δραματικά την στιγμή της εκτέλεσης: «Μές στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός… άρχισε να μας πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί που λές, αφού τον είχα αγκαλιά, ο Νικήτας πήρε ολάκερη τη ριπή. Εδώ στο λαιμό την πήρε και κρέμασε το κεφάλι του σαν το κατσίκι που σφάζεις… τα αίμα του Νικήτα χύθηκε απάνω μου».Η εκδικητική μανία των λύκων της «Εντελβάις», ξέσπασε ακόμη και σε μωρά παιδιά. Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας ήταν 14 μηνών όταν χτυπήθηκε με ξιφολόγχη στην πλάτη από έναν γερμανό ορεινό καταδρομέα. Ο διάλογος με τον συγγραφέα είναι κοφτός και οι μετρημένες λέξεις σε χτυπάνε σαν ριπή αυτομάτου όπλου, και σου σκίζουν κατάβαθα την ψυχή: «Θές να δείς την ουλή; Φοβερό τραύμα! Να! Η ουλή! Η μάννα μου με είχε αγκαλιά. Πεθαμένη η μάννα μου. Και η αδελφή μου νεκρή: έξι χρονών κορίτσι! Κι εγώ βαριά τραυματισμένος! Έτσι με βρήκαν στην μάνα μου! Στο στήθος της! Και έπινα γάλα! Σκοτωμένο γάλα! Η Αναστασία Φούκα την τραγική εκείνη μέρα ήταν δεκατεσσάρων χρονών και θυμάται αρκετά καλά πως ούρλιαζαν τα κτήνη της «Εντελβάις», και μετά πως εκτέλεσαν τα γυναικόπαιδα στο κατώι του Γιάννη του Καλύβα : «Κι αυτοί έρριξαν στο σωρό! Εγώ είχα τον αδελφό μου πέντε χρονών αγόρι… Όιιι μανούλα μου, σκιάζομαι! Φωνάζει τι παιδί…δεν μπόραγα να το κρατήσω, μόνο άνοιξα το χέρι κι έπεσε το παιδί ανάσκελα…»
Έτσι χάθηκε το χωριό κι όλα σχεδόν τα γυναικόπαιδα μέσα στο μακελειό και τα κορμιά τους έμειναν άταφα και σάπισαν στο ξεροβόρι, στα στοιχειά της φύσης χωρίς λάδι και νεκρώσιμη ακολουθία «Ακόμη μετά από μήνες βρίσκαμαν νεκρούς. Αυτοί τραυματισμένοι και μισοζωντανοί είχαν συρθεί όξω από τα σπίτια τους…μετά είχαν πεθάνει εκεί χωμένοι μές στους θάμνους και τ΄ αγριόχορτα» λέει ο πάτερ Χολέβας στο συγγραφέα.
Γράφει ο Μπάρμπα Χρήστος Λώλης «Δεν τελείωσε το δημοτικό» :
Στις 3 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή το πρωί εσηκωθήκαμε από τον ύπνο μέρα καλή. Δεν είχαμε νερό και κίνησαν έξι γυναίκες να πάνε για νερό στον Μπλήτσι στο Στρούνη με τα ζώα φορτωμένα βαρέλες και δωχεία και πήγαιναν. Μόλις πήγανε οι γυναίκες στο νερό έσπασε ένα πηγάδι πέντε μέτρα μέσα προς την λίμνη και πέταγε από μέσα μπάρες πολύ θoλό νερό. Και κάθησαν οι γυναίκες να λαγαρήσει το νερό πολλήν ώρα εκεί και αφού λαγάρησε γέμησαν ταις βαρέλες και δοχεία τα φόρτωσαν στα ζώα και έρχονταν προς τα απάνω.
Μόλις βγήκαν στο Δημόσιο δρόμο στης Αναστάσενας Κολόκα στο σπίτι, μια είχε βγει απάνω από τον δρόμο με δύο ζώα.Μόλις την είδαν το φυλάκιο από τον Αι-Λιά ψηλά από το Νησί της βάλανε με τα βαρέα μυδράλια να τη σταματήσουν εκεί όχι να τη σκοτώσουν ήταν η γριά Ρήνα Γεράκου. Τάχασε η καημένη η γριά πρόλαβε και έπιασε μια κοτρόνα πέτρα και δεν έβλεπε ούτε τα ζώα της τι έγιναν, ούτε τις άλλες γυναίκες από τον κουρνιαχτό γιατί ήταν και η γη πολύ ξερή και οι ριπές ασταμάτητες.
Οι άλλες πέντε γυναίκες δεν είχαν προλάβη να ανεβούν στο δρόμο, ήταν στα χείλα του δρόμου όταν άκουσαν τις ριπές και τάχασαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Σε λίγα λεπτά αυτής της σκηνής έφτασαν τέσσερα αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες Γερμανοί σταμάτησαν τα πυρά. Μόλις κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα πήγαν κατευθείαν στα ζώα να δουν τι έχουν φορτωμένα. Τα είδαν που είχαν νερό, τα απαράτησαν φορτωμένα όπως ήταν πήραν τις γυναίκες τις έδωσαν σε τρεις-τέσσερις στρατιώτες και τις γύρισαν κάτω στο χωριό Στρούνη και τις φύλαγαν.
Οι πολλοί Γερμανοί ξεκίνησαν από το Λάκο Μαράφα και έρχονταν για το χωριό. Μόλις βγήκαν στο αγνάντιο στο Λάκο προς το χωριό αρχίσαμε να ανησυχούμε και να φεύγουμε μερικοί άντρες και άλλοι άνθρωποι πήγαιναν για πίσω στις Μουγγλιούς. Ήταν αυτή η εβδομάδα που ράβδιζαν τις καρυδιές πίσω και γλίτωσαν πολλοί άνθρωποι.
Οι Γερμανοί μόλις είδαν από τον Αι-Λιά ότι φεύγουν κόσμος άρχισαν με τα βαριά μυδραλιοβόλα γύρω από το χωριό φλογοφόρες διαφόρων χρωμάτων και ενγκεροφληγή για να σταματήσουν τον κόσμο.
Ήρθε ο Ιωάννης Παναγ. Τσερήκης από το σπίτι μου να φύγουμε και εγώ δεν ήμουν έτοιμος να φύγουμε. Είδε τους Γερμανούς στην καθήστρα στη Λόκοβα αποκάτω τον έπιασε πανικός και έφυγε μόνος του . «Εσύ δεν έρχεσαι εγώ φεύγω» και έφυγε. Όταν έφτασε στη μάνδρα του Ταγάρα και είδε τα πυρά εγκροφληγή και φλογοφόρα τότε τον έπιασε μεγαλύτερος πανικός γιατί δεν ήταν από πόλεμο δεν ήξερε και γύρισε κάτω και κάποιος τον ρώτησε «είπες ότι θα φύγεις;» και του απαντά ο Γιάννης «που να πάω καλύτερα να με πιάσουν παρά να με σκοτώσουν»
Εγώ έφυγα με την αδελφή μου τη Βαγγελή που ήταν παντρεμένη στην Κρυόβρυση και είχε έρθει μουσαφίρης εκείνο το Σαββατόβραδο. Μέσα τις μάνδρες Ταγάρα, Γούλα και Διαμαντή Χολέβα εκεί με είδαν απ΄ το Νησί και μας έβαλαν ριπή μυδραλίου περίπου 50 μέτρα μάκρος και δύο μέτρα ύψος. Έπεσα κάτω στον τοίχο, η αδελφή μου τάχασε, νόμισε πως με σκότωσαν. Γυρίζω και την κοιτάζω, ήταν έξαλλη από το φόβο. Της μιλάω, όταν θα δεις να σηκωθώ να φύγω έλα μαζί μου. Κάθισα πέντε λεπτά να μου χάσουν στόχο σηκώθηκα πάλι μέσα στην κερασιά του Ζώτου τροχάδι με όση δύναμη είχαμε Λάκο ασβεσταριά, Μακρεχώραφα, άνω Ράχη λάη εκεί καθίσαμε πήραμε μια ανάσα, και από κει στην Ράχη Κανάκη εκεί ήταν σε αγνάντιο και απυρόβλητο. Εκεί ανταμώσαμε με τον Γιώργο Λάππα κάναμαν ένα τσιγάρο είδαμαν στο Λυκοτόπι 3-5 άνδρες και άρχισαν να πυροβολούν με ατομικά όπλα. Έριξαν περίπου δέκα σφαίρες στον Γάμο τον Βλάχικον που ερχόνταν από πίσω από τους Κάναλες να πάρουν τη Βλάχα Νύφη που ήταν στην Τσάηκα εκεί είχαν τα κονάκια οι Βλάχοι Ζηγέοι.
Οι Γερμανοί μόλις βγήκαν στο χωριό εγκατέστησαν φυλάκια στη Ράχη, στον Πύργο, και ολόγυρα στο χωριό σκοπιές. Οι άλλοι σκόρπισαν μέσα στο χωριό έμασαν τον κόσμο στο μησοχώρι και πλιάτσικα πήραν περισσότερα από πέντε φορτώματα καρύδια, πατάτες, ρουχισμό, προίκες κοριτσιών και πολλά ασημικά των γυναικών τοκάδες, γκέπια, αρχεία αυτά και αλισούδια με σταυρούς ή με ντούπιες…
Σταμάτησε το πυροβολικό σηκώσανε αεροπλάνο και έφερναν χαμηλά από τον Αβγιό, Πολήγανη, Σαμαρίνη, Γιάννο. Εμείς καθίσαμε ακίνητοι και από πέντε ώρες να μην δώσουμε στόχο.
Ήταν ο ήλιος περίπου μια οριά έξω.. Εγώ μόλις είδα φωτιά στην Κατσούφλη έβαλαν στα γρέκια των Φουκέων και μετά στο χωριό υποψιάστηκα ότι θα σκοτώσουν και τον κόσμο. Είπα στους άλλους τους χωριανούς μου που κίνησαν να φύγουν όλοι με το γάμο που θα πάτε στο χωριό δεν είναι κανένας ζωντανός ….ξεκινήσαμε προς τα κάτω και όταν κατεβήκαμε στον πάτο στην Ντομοβιά ακούσαμε μια φωνή από την Στρογγλή, φώναζε στην Τσάϊκα της Αγγέλως Σιαφάκα που ήταν στο γάμο το βλάχικο. Δεν ακούγαμε τι έλεγαν, του μιλήσαμαν και εμείς που κατεβαίναμε να σταθεί εκεί να κατεβούμε στη Ράχη Σαμαρίτη.
Και μας είπαν στο χωριό του σκότωσαν όλους, του μιλήσαμαν να μας περιμένει εκεί να κατεβούμε, και μας περίμεναν. Πήγαμε ανταμώσαμε στη Στρογγλή ήταν ο Χαρίλαος Ι.Λιούρης…..Ο Νικόλαος Δ.Ρούσκας τραυματισμένος στο λαιμό…Τους αφήσαμε εκεί και οι άλλοι ήλθαμαν για το χωριό. Αφού μας είπαν όλα αυτά τα φοβερά και φρικτά εγκλήματα πως συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο Μησοχώρι, έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια, ότι πράγμα της τσέπης τους άρεσκε τα έπαιρναν. Και από το μησοχώρι μετά τους έπαιρναν ομαδικά δύο Γερμανοί έως 10 γυναικόπαιδα, τους βάζαν μέσα στα σπίτια και τους καίγανε. Εκτέλεσαν και έξω από τα σπίτια περίπου 12 άτομα.
Στο σπίτι του Ρούσκα ήταν δύο οικογένειες εκτελεσμένες η Ελένη Αθ.Μπαμπούσκα και το παιδί της σκοτωμένο και το άλλο τραυματισμένο στη σπονδυλική στήλη- ήταν ζωντανό και βύζαινε στη μάνα του σκοτωμένη 36 ώρες που ήρθαν και το πήραν. Ήρθε ο Νικόλαος Γ. Μανδήλας και το πήγαν στο Νοσοκομείο στο Γρεβενήτη που είχαν οι αντάρτες- και η Μαρία Γ. Λάππα με τα τρία παιδιά της. Στη μάνδρα του Δημ. Παπά ήταν σκοτωμένος μεσ΄ τα πουρνάρια ο Σταύρος Γ.Ζώτος, είχε τα λεπτά στην τσαντήλα και μετά από πολλές μέρες τον βρήκαν και του πήραν τα λεφτά και μετά είπαν. Στον κήπο του Λάππα ήταν (σκοτωμένη) η Ελένη Γ. Γεράκου με τα δύο της παιδιά. Στην αυλή του Τσερίκη ήταν(σκοτωμένη) η Αγγέλω η γιαγιά Κώστα και Μήτσου Φούκα. Στην κουζίνα Θεοδώρου Λώλη ήταν σκοτωμένη η Λαμπρινή χήρα Λιούρη, η κοπέλα μου αβάπτιστη τεσσάρων μηνών καμένη μαζί με την σαρμάνα, η Αικατερίνη χήρα Λώλη και η Πανάγιω Κ. Λώλη κοπέλα 18 χρονών ήταν πίσω από την πόρτα στη γωνία. Άνοιγε η πόρτα και τις έπιανε η πόρτα πίσω. Έμειναν εκεί 25 μέρες ώσπου μύρισαν και τις βρήκαν και δεν μεταφέρονταν να τις θάψουν στο Νεκροταφείο και τις έθαψαν στην κήπο εδά κει. Αφού μας είπαν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα, τα χάσαμε, δεν ξέραμαν που πάμε, δεν είχαμε αίμα ζεστό απάνω μας, κρυώσαμε, παγώσαμε, χτυπηθήκαμε, κλάψαμε, θρηνήσαμε.
Η ώρα δώδεκα το μεσημέρι αφήσαμε τα παιδιά μας υγιέστατα, τα σπίτια μας σπίτια ωραία και να επιστρέψομε το βράδυ και μη βρούμε ούτε ανθρώπους ούτε σπίτια. Ξεκινήσαμε από την Στρογγλή και κάναμε κάτω να έρθουμε για το χωριό και δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Αλλού θέλαμε να πάμε και αλλού πηγαίναμε.
Ήρθαμαν στον Ρεβέντη από πάνω και τι να δούμε και τι να ακούσουμε και αν και νύχτα ήταν το χωριό φαινόταν παρανάλωμα του πυρός. Μια φωνή τραυλισμένη ακούσαμε μεγάλου ανθρώπου, κλάματα από μικρά παιδιά. Φεγκοβολούσε όλος ο τόπος από τις φλόγες, από τις φωτιές έσκαγαν σφαίρες, πόλεμος λες και γίνονταν. Τα σπίτια σωριάζονταν. Οι σάρκες των ανθρώπων, τα σοδήματα που καίγονταν, δεν σε άφηνε η βαριά μυρουδιά μα μπεις μέσα στο χωριό. Αλλά αφαιρεμένοι από το κακό και από τον πόνο δεν καταλαβαίναμε.
Αν ήταν άνθρωπος ξένος δεν έμπαινε μέσα στο χωριό από τη βαριά μυρουδιά που καίγονταν οι ανθρώπινες σάρκες, από τα σοδήματα, από τις σφαίρες που σκάγανε και από τις βροντές των σπιτιών που σωριάζονταν κάτω. Εμείς έξαλλοι όπως ήμασταν από το κακό που μας βρήκε δεν αισθανόμασταν απολύτως τίποτα. Δεν ξέραμαν και αν είχαν φύγει οι ούνοι ανθρωποφάγοι και λέγαμε τι τι θέλομε τη ζωή, ας μας σκοτώσουν.
Εγώ από του Ρεβέντη που ακούσαμε κλάματα μικρού παιδιού είδα και το σπίτι μου, ακούω, είπα ότι η κοπέλα μου είναι, αλλά δυστυχώς δεν ήταν, βρήκα το σπίτι άδειο. Κατεβήκαμε όλοι μαζί στο αλώνι μου και ακούμε την Ρήνα Γεράκου που φώναζε Λευτέρη, Τούλα και πάλι φώναζε και έλεγε «αχ η μαύρη τον σκότωσαν τον κοσμάκη μας» και και πάλι φώναζε. Ήταν στο Στρούνη για νερό και είχαν έρθει και οι γυναίκες και αυτή μόνο φώναζε, οι άλλες δε μιλούσαν από το φόβο και από τον πανικό.
Ανάψαμε χόρτα ξερά με την αδελφή μου να βλέπουμε μήπως είναι πτώματα και πατήσομε, μήπως είναι η κοπέλα. Δεν ήταν τίποτα ούτε η σαρμάτα με την κοπέλα ούτε πτώματα . Ήταν το σπίτι άδειο και είχε πάρει φωτιά από τρεις μεριές από τα γειτονικά σπίτια. Σε λίγα λεπτά της ώρας αν δεν είχα έρθει θα καίγονταν και αυτό. Είχε πάρει φωτιά το παράθυρο στο Νοτιά ευτυχώς είχα τέσσερα φορτώματα κολοκύθια από το χωράφι από το Στρούνι και έπεσε η φωτιά ψηλά στα κολοκύθια και άναψε το πάτωμα στα διάκενα και όσο το πρόλαβα. Άναψε το παράθυρο από το απάνω σπίτι εκεί δεν ήταν επικίνδυνα να πάρει φωτιά γιατί το δωμάτιο αυτό ήταν πεσμένο.
Πήρε από το πίσω μέρος από του Γκούτση. Το έσβησα το σπίτι τα παιδιά δεν τα βρήκα. Η γελάδα μούγκριζε στην πόρτα, της είχαν πάρει τη μοσχίδα οι ανθρωποφάγοι. Άργησε να έρθει από τις βοσκές η γελάδα, είχαν φύγει οι ούνοι και γλίτωσε και την βρήκα. Μάσαμαν λίγα πράγματα που ήταν στο απάνω σπίτι, τα πολλά πράγματα κάηκαν στην κοζίνα…Πήραμαν μια καρπέτα με την αδελφή μου και λίγο ψωμί και τη γελάδα με το σχοινί τραβώντας και φύγαμε προς τα απάνω. Στην Κερασιά είχαν περάσει και οι γυναίκες που ήταν για νερό στο Στρούνη. Πήγαμε και μεις, ανταμώσαμε, θρήνους κλάματα απαρηγόρητα.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τα χωριά Λιγκιάδες και Στρούνη έφυγαν και οι γυναίκες ήρθαν για απάνω αφού γλίτωσαν και αυτές εκεί κάτω. Είχαν βλέψεις οι Γερμανοί να το κάψουν και το Στρούνη, όπως μας είπαν οι γυναίκες έβγαζαν τα εισοδήματα έξω να τα φορτώσουν γιατί πήγαινε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και δεν θα καιγαν από τρόφιμα στο Στρούνη θα τα έπαιρναν όλα. Τις δικές μας γυναίκες τις πήραν από την αυλή του Κώστα Παντελή Κολόκα και τις πήγαν στο σπίτι του Αποστ. Ευαγγελογιώργου τις έβαζαν μέσα, τις έβγαζαν έξω με κλωτσιές και με κοντακιές. Του Θωμά Κολόκα πήγε ένας Γερμανός-ως φαίνεται για πλιάτσικο- θα κανε και δεν θα τον άφηνε η γυναίκα , την σκότωσε με τα δύο της παιδιά και έβαλε φωτιά και τους έκαψε άνευ διαταγής. Διαταγή περίμεναν από λεπτό σε λεπτό να εκτελέσουν και να βάλουν φωτιά. Αλλά ο Ερυθρός Σταυρός και οι αρχές των Ιωαννίνων μόλις είδαν το χωριό Λιγκιάδες που καιγόταν πήγαν και επέμεναν στις αρχές τις Γερμανικές και στείλανε ένα στρατιώτη Γερμανό με μοτοσικλέτα και από δευτερόλεπτα γλίτωσαν οι γυναίκες μας και το Στρούνη. Τα ζώα όλα με τα φορτώματα των γυναικών τα πήραν. Μόλις τις άφησαν ελεύθερες έφυγαν και ήρθαν απάνω στο χωριό και ανταμώσαμε ανυπολόγιστα, ούτε αυτές ήξεραν αν ζούμε εμείς ούτε εμείς αν ζουν αυτές…
Όλη τη νύχτα ξεκινήσαμαν και φύγαμαν απάνω κατά το βουνό αφήνοντας τα παιδάκια μας, τους ανθρώπους μας πίσω σκοτωμένους να ψήνονται μέσα στα ερειπωμένα σπίτια και άλλοι βαριά τραυματισμένοι-όπως μας είπαν οι γυναίκες-στο σπίτι του Ρούσκα έξω ήταν ο Στάθης Γεωργ. Λάππα βαριά τραυματισμένο 8 ετών και ο μικρός Παναγιώτης Αθαν. Μπαμπούσκας σχισμένος σε όλη τη σπονδυλική στήλη με το ξίφος. Στην Τσοκνίδα ξημερώσαμαν θρηνώντας και κλαίγοντας.
Το πρωί τις γυναίκες τις στείλαμε κάτω στις Καρυές «Μουγκλούς». Και εμείς οι άνδρες καθίσαμε στο βουνό, πήγαμε στη κορυφή στην Μπόλκο, στην πυραμίδα και αγναντίβαμε κάτω προς το χωριό μην ιδούμε καμιά κίνηση από αυτούς τους ανθρωποφάγους γιατί το βράδυ θα κατεβαίναμε στο χωριό. Μας φαίνονταν ότι κάποιον θα βρούμε, κάποιον θα δούμε. Το απόγευμα είδαμε δύο ανθρώπους που έρχονταν από το χωριό απάνω, κατεβήκαμε στην Τσοκνίδα του περιμέναμε. Ήταν ο Νικόλαος Γεωργ. Μαντήλας που είχε τον Παναγιώτη Μπαμπούσκα γκούτσια. Ο άλλος Θεόδωρος Δημ. Λώλης το βρήκαν το παιδάκι βύζαινε στη σκοτωμένη μάνα του 36 ώρες και ήταν δύο ετών.
Το βράδυ καμιά ώρα μέρα από μέρη που δεν φαινόμασταν από τα Γιάννενα δια να μας βάλουν ήρθαμαν στο χωριό. Μας φαινόνταν πως θα βρούμε τους ανθρώπους ζωντανούς. Βρήκαμαν τη Λαμπρινή Λιούρη και την κοπέλα μου σκοτωμένες και καμένες στο μαγιριό ψηλά στο αξεφύληγο αραποσίτι του μπάρμπα μου Θοδωρή Λώλη. Την άλλη μέρα ήρθαν δύο τσοπαναραίοι να πάρουν λίγο νερό, ψωμί ότι να εύρεσκαν να βάλουν στο στόμα τους, τους βαλαν από το νησί με τα μυδράλια.
Και έτσι δεν έρχονταν ξανά μέρα άνθρωποι στο χωριό. Νύχτα σε νύχτα έρχονταν και έθαφταν τους σκοτωμένους που ήταν έξω από τα σπίτια και συμμάζευαν ότι είχε μείνει από την καταστροφή…
Οι Ναζί ακόμα το μάτι στο χωριό το είχαν. Την Τρίτη Κυριακή και την Πέμπτη Κυριακή το βράδυ μετά το κάψιμο, έβαλαν με το πυροβολικό στα σπίτια που είχαν μείνει άκαιγα, τα τρύπησαν τα τοιχάρια με τα βλήματα αλλά ευτυχώς δεν ήταν άλλα θύματα.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου 1944 χτυπούν από το Τζαμί του Κάστρου με τα βαριά μυδράλια και ανάψαν και κάηκαν τα μανδριά του Αθανασ. Μπαμπούσκα. Την ίδια μέρα ρίχτουν στα βλάχικα κονάκια που ήταν στη θέση «Γιάνο» και σκότωσαν μια βλάχα, τη γυναίκα του Στάθη Μάστουρα. Τη φέραν νύχτα και τη θάψαν στο χωριό.
Οι συγγενείς τών Γερμανών ΝΑΖΙ ακόμη και σήμερα δεν μετανοούν :
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε επετειακή εκδήλωση που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 2007, σε συνέδριο για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, ταξίδεψε και ο Παναγιώτης Μπάμπουσκας «Το μωρό που σώθηκε σουβλισμένο». «Νέοι, φοιτητές έρχονταν και μ’ αγκάλιαζαν. Οταν μιλήσαμε για τους Λιγκιάδες, εγώ κι ένας επιζών συντοπίτης μας, μας χειροκρότησαν για ώρα πολλή». Οχι όμως οι βετεράνοι του πολέμου ή οι συγγενείς τους. «Ηταν ψυχροί, απόμακροι. Ολοι δεν γνώριζαν, δεν είχαν ακούσει, βρίσκονταν μακριά από τις εκτελέσεις και τις λεηλασίες. Ηταν εκεί ο δήμαρχος της πόλης Μίτενβαλντ Χέρμαν Ζάλμινγκερ, γιος του αντισυνταγματάρχη Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, η εκτέλεση του οποίου από ΕΔΕΣίτες θεωρείται η αφορμή για τα σκληρά αντίποινα στους Λιγκιάδες. Αρνήθηκε να δεχθεί την ελληνική αντιπροσωπεία. Είπε “δεν δέχεται Ελληνες”».
Η επιστολή του γερμανού στρατιώτη Φελίξ Μπουριέρ (Felix Bourier)
Μετά τον πόλεμο ένας γερμανός στρατιώτης που ήταν ενταγμένος στην1η ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», (1. Gebirgs – Division «Edelweiss», απέστειλε μια σειρά από επιστολές στην Ελληνική γλώσσα προς τον τότε Πρόεδρο της Κοινότητας των Λυγκιάδων και στο Κοινοτικό Συμβούλιο.
Δυστυχώς οι επιστολές αυτές κατά περίεργο τρόπο υπεξαιρεθήκαν από κάποιους από τα Κοινοτικά αρχεία των Λυγκιάδων και σήμερα τις κατέχει ένας ιδιώτης.
Ο γερμανός στρατιώτης ονομαζόταν Φελίξ Μπουριέρ (Felix Bourier), ήταν 38 χρονών, Νοσοκόμος και Γραφέας μονάδας.
Με την επιστολή που έστειλε στις 3 Οκτωβρίου 1947, τέσσερα χρόνια μετά από την σφαγή των Λυγκιάδωνεκφράζει την οδύνη του για τα θύματα των γερμανών και είναι φανερά σοκαρισμένος, γιατί θεωρεί «ΚΑΙ» τον εαυτό του ως ηθικά υπεύθυνο για την τραγωδία των Λυγκιάδων.
Σημαντικές εξάλλου προκύπτουν και οι πληροφορίες από την επιστολή που αναφέρει για την δίκη της Νυρεμβέργης, γνωστής ως δίκης των στρατηγών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1947 στην ίδια πόλη και στην οποία δικάσθηκε ο στρατηγός Χούμπερτ Λάνς (Hubert Lanz), διοικητής της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», (1. Gebirgs – Division «Edelweiss», στα Γιάννενα μαζί με άλλους 11 στρατηγούς της Βέρμαχτ (Wehrmacht).
Ο στρατιώτης Φελίξ Μπουριέρ (Felix Bourier), δεν έλαβε ποτέ καμμία απάντηση στις επιστολές του .Καθηγητής της αρχαίας Ελληνικής και των Λατινικών μιλούσε άπταιστα την καθαρεύουσα.Μετά τον πόλεμο έγινε μοναχός στο μοναστήρι της πόλης του στο Σέφτλαρν (Schaftlarn), με το όνομα πατήρ Μπαζίλ. Πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 1994.
Η επιστολή «Εναι γραμμένη στα Ελληνικά»
FelixBurier
(13b) Shaftlarn
bei Munchen
Germany – Americanzone
Έν Schaftlarn της Γερμανίας, τη 3-10-1947
Αξιότιμε κύριε,
Εν τω ημερολογίω μου αναγιγνώσκω, ότι ακριβώς σήμερον προ τεσσάρων ετών κατεκαύσθη υπό των Γερμανών το χωρίον Λυγγιάδης.
Ήμην εγώ κατ΄εκείνον τον καιρόν εν Ιωαννίνοις ως γερμανικός στρατιώτης (νοσοκόμος και γραμματικός) και είδον τούτο περιπατών εν τη πόλει. Ήτο τότε Κυριακή. Σφόδρα ελυπήθην, ορών τοσαύτην βίαν και αδικίαν εις αόπλους πολίτας. Ύστερα, τη 23 Σεπτεμβρίου 1944, αυτός ήμην εν τη Λυγγιάδη, ότε ασκήσεως ένεκα επυροβολούμεν εν τοις όρεσιν και ακόμη ενθυμούμαι τα περίφοβα και λυπητερά των αυτών πρόσωπα.
Ίσως ενδιαφέρεσθε προς τούτο, ότι εν τω Ιουλίω του τρέχοντος έτους ήρχισεν εν τη γερμανική πόλη Nurnberg (Νούρνμπεργ), (εννοεί την πόλη Νυρεμβέργη), η διαδικασία κατά των γερμανικών στρατηγών πολεμησάντων ποτέ εν τη Ελλάδι και ταις λοιπαίς των Βαλκάνων χώραις.
Κατηγορούνται αυτοί δια φόνον, αρπαγήν, απαγωγήν ανθρώπων, προμελετημένην εξαφάνισην ή κατάκαυσιν οικιών και χωρίων και άλλα τοιαύτα κακουργήματα.
Ευρίσκεται δε εν αυτοίς και ο στρατηγός Lanz (Λάνς), κατοικήσας τότε εν τη των Ιωαννίνων ακαδημία, υπεύθυνος ποτέ δια την της Λυγγιάδου εξαφάνισιν. Η διαδικασία ουκέτι τετέλεσται. Όταν τελεσθή, θα σας γράψω αύθις.
Ανακοινώσατε τούτο, παρακαλώ, εις τους της Λυγγιάδου κατοίκους. Επέδωσα εις ταύτην την επιστολήν φύλλον γερμανικής εφημερίδος, που γέγραπται περί τούτων.
Αποκρίνασθαί μοι, παρακαλώ, εί ελάβετε την επιστολήν μου. Ελπίζω ότι ο Θεός αποτρέψει εις το μέλλον αφ΄υμών και από της Ελλάδος πάσαν δευτέρωσιν τοιούτων ατυχιών.
Χαιρετώ σας εγκαρδίως, καίπερ άγνωστος ών ο υμέτερος
Felix Bourier
(Φελίξ Μπουριέ)
Η προσωπική μου εκτίμηση για τον χαμό τόσων αθώων και από όσα έχω ακούσει και διασταυρώσει έχει γραφτεί η μισή αλήθεια . Η αλήθεια του ολοκαυτώματος του χωριού μου θα έλθει στο φως από τα εγγόνια μας ή από τα δισέγγονα. Γεγονός όμως είναι ότι έγινε για εκφοβισμό των κατοίκων της πόλης και του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. H απορία όλων μας σήμερα είναι : Γιατί εκείνοι που γνώριζαν για το χαλασμό δεν ειδοποίησαν τους χωριανούς μου να εγκαταλείψουν το χωριό ?
Ο Θεός άς τους συγχωρέσει ……….
πηγη
το χωριό που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Εβδομήντα ένα χρόνια από το χαλασμό 03-10-1943
« Δυο μέρες ζούσε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας
τραυματισμένο το φτωχό με τη θηλή στο στόμα
της μάνας του που κείτονταν νεκρή και παγωμένη
με απλανές το βλέμμα της ψηλά στο κρύο χώμα »,
θα πει ο ποιητής Γιάννης Θεοδώρου.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ :
Από το βιβλίο του Γερμανου Christoph Sminck–Gustavus «Μνήμες κατοχής ΙΙΙ – «οι Λυγκιάδες στις φλόγες»
Καταγράφει τον Νίκο Ρούσκα που περιγράφει δραματικά τον χαμό της αγαπημένης του κόρης λέγοντας: «Ναι, η Όλγα στην αγκαλιά μου ήταν δυόμιση χρονών κορίτσι. Η ίδια σφαίρα πέρασε την κοπέλα μου και χτύπησε εμένα. Έπεσα κάτω…».Η τραγική μορφή της Ελένης Χολέβα ζωντανεύει τα γεγονότα λέγοντας στον συγγραφέα:«Εμένα μια σφαίρα βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθια. Έπεσα και εγώ σαν χαμένη σφίγγοντας στην αγκαλιά μου κουτσοκεφαλιασμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα…».Σπαραγμός ψυχής είναι τα λόγια του δάσκαλου, Χρήστου Παππά που οι Ναζί «Εντελβάις» του δολοφόνησαν και τα 4 παιδιά του, και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από ένα μήνα τον υποχρέωσαν τα κτήνη να σκάψει στα αποκαΐδια στο χωριό για να βεβαιωθεί η Ελληνική Χωροφυλακή και η Γερμανική Μυστική Στρατονομία, πως πραγματικά εκτελέστηκαν άμαχοι στους Λυγκιάδες. «Πήγαμαν λοιπόν σ΄αυτά τα σπίτια και σκάψαμαν στα συντρίμματα…Βρήκαμαν μικρά κεφαλάκια … Μπροστά από διάφορα σπίτια κείτονταν ακόμη ανθρώπινα υπολείμματα…».Ο Χαρίλαος Λιούρης περιγράφει δραματικά την στιγμή της εκτέλεσης: «Μές στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός… άρχισε να μας πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί που λές, αφού τον είχα αγκαλιά, ο Νικήτας πήρε ολάκερη τη ριπή. Εδώ στο λαιμό την πήρε και κρέμασε το κεφάλι του σαν το κατσίκι που σφάζεις… τα αίμα του Νικήτα χύθηκε απάνω μου».Η εκδικητική μανία των λύκων της «Εντελβάις», ξέσπασε ακόμη και σε μωρά παιδιά. Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας ήταν 14 μηνών όταν χτυπήθηκε με ξιφολόγχη στην πλάτη από έναν γερμανό ορεινό καταδρομέα. Ο διάλογος με τον συγγραφέα είναι κοφτός και οι μετρημένες λέξεις σε χτυπάνε σαν ριπή αυτομάτου όπλου, και σου σκίζουν κατάβαθα την ψυχή: «Θές να δείς την ουλή; Φοβερό τραύμα! Να! Η ουλή! Η μάννα μου με είχε αγκαλιά. Πεθαμένη η μάννα μου. Και η αδελφή μου νεκρή: έξι χρονών κορίτσι! Κι εγώ βαριά τραυματισμένος! Έτσι με βρήκαν στην μάνα μου! Στο στήθος της! Και έπινα γάλα! Σκοτωμένο γάλα! Η Αναστασία Φούκα την τραγική εκείνη μέρα ήταν δεκατεσσάρων χρονών και θυμάται αρκετά καλά πως ούρλιαζαν τα κτήνη της «Εντελβάις», και μετά πως εκτέλεσαν τα γυναικόπαιδα στο κατώι του Γιάννη του Καλύβα : «Κι αυτοί έρριξαν στο σωρό! Εγώ είχα τον αδελφό μου πέντε χρονών αγόρι… Όιιι μανούλα μου, σκιάζομαι! Φωνάζει τι παιδί…δεν μπόραγα να το κρατήσω, μόνο άνοιξα το χέρι κι έπεσε το παιδί ανάσκελα…»
Έτσι χάθηκε το χωριό κι όλα σχεδόν τα γυναικόπαιδα μέσα στο μακελειό και τα κορμιά τους έμειναν άταφα και σάπισαν στο ξεροβόρι, στα στοιχειά της φύσης χωρίς λάδι και νεκρώσιμη ακολουθία «Ακόμη μετά από μήνες βρίσκαμαν νεκρούς. Αυτοί τραυματισμένοι και μισοζωντανοί είχαν συρθεί όξω από τα σπίτια τους…μετά είχαν πεθάνει εκεί χωμένοι μές στους θάμνους και τ΄ αγριόχορτα» λέει ο πάτερ Χολέβας στο συγγραφέα.
Γράφει ο Μπάρμπα Χρήστος Λώλης «Δεν τελείωσε το δημοτικό» :
Στις 3 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή το πρωί εσηκωθήκαμε από τον ύπνο μέρα καλή. Δεν είχαμε νερό και κίνησαν έξι γυναίκες να πάνε για νερό στον Μπλήτσι στο Στρούνη με τα ζώα φορτωμένα βαρέλες και δωχεία και πήγαιναν. Μόλις πήγανε οι γυναίκες στο νερό έσπασε ένα πηγάδι πέντε μέτρα μέσα προς την λίμνη και πέταγε από μέσα μπάρες πολύ θoλό νερό. Και κάθησαν οι γυναίκες να λαγαρήσει το νερό πολλήν ώρα εκεί και αφού λαγάρησε γέμησαν ταις βαρέλες και δοχεία τα φόρτωσαν στα ζώα και έρχονταν προς τα απάνω.
Μόλις βγήκαν στο Δημόσιο δρόμο στης Αναστάσενας Κολόκα στο σπίτι, μια είχε βγει απάνω από τον δρόμο με δύο ζώα.Μόλις την είδαν το φυλάκιο από τον Αι-Λιά ψηλά από το Νησί της βάλανε με τα βαρέα μυδράλια να τη σταματήσουν εκεί όχι να τη σκοτώσουν ήταν η γριά Ρήνα Γεράκου. Τάχασε η καημένη η γριά πρόλαβε και έπιασε μια κοτρόνα πέτρα και δεν έβλεπε ούτε τα ζώα της τι έγιναν, ούτε τις άλλες γυναίκες από τον κουρνιαχτό γιατί ήταν και η γη πολύ ξερή και οι ριπές ασταμάτητες.
Οι άλλες πέντε γυναίκες δεν είχαν προλάβη να ανεβούν στο δρόμο, ήταν στα χείλα του δρόμου όταν άκουσαν τις ριπές και τάχασαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Σε λίγα λεπτά αυτής της σκηνής έφτασαν τέσσερα αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες Γερμανοί σταμάτησαν τα πυρά. Μόλις κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα πήγαν κατευθείαν στα ζώα να δουν τι έχουν φορτωμένα. Τα είδαν που είχαν νερό, τα απαράτησαν φορτωμένα όπως ήταν πήραν τις γυναίκες τις έδωσαν σε τρεις-τέσσερις στρατιώτες και τις γύρισαν κάτω στο χωριό Στρούνη και τις φύλαγαν.
Οι πολλοί Γερμανοί ξεκίνησαν από το Λάκο Μαράφα και έρχονταν για το χωριό. Μόλις βγήκαν στο αγνάντιο στο Λάκο προς το χωριό αρχίσαμε να ανησυχούμε και να φεύγουμε μερικοί άντρες και άλλοι άνθρωποι πήγαιναν για πίσω στις Μουγγλιούς. Ήταν αυτή η εβδομάδα που ράβδιζαν τις καρυδιές πίσω και γλίτωσαν πολλοί άνθρωποι.
Οι Γερμανοί μόλις είδαν από τον Αι-Λιά ότι φεύγουν κόσμος άρχισαν με τα βαριά μυδραλιοβόλα γύρω από το χωριό φλογοφόρες διαφόρων χρωμάτων και ενγκεροφληγή για να σταματήσουν τον κόσμο.
Ήρθε ο Ιωάννης Παναγ. Τσερήκης από το σπίτι μου να φύγουμε και εγώ δεν ήμουν έτοιμος να φύγουμε. Είδε τους Γερμανούς στην καθήστρα στη Λόκοβα αποκάτω τον έπιασε πανικός και έφυγε μόνος του . «Εσύ δεν έρχεσαι εγώ φεύγω» και έφυγε. Όταν έφτασε στη μάνδρα του Ταγάρα και είδε τα πυρά εγκροφληγή και φλογοφόρα τότε τον έπιασε μεγαλύτερος πανικός γιατί δεν ήταν από πόλεμο δεν ήξερε και γύρισε κάτω και κάποιος τον ρώτησε «είπες ότι θα φύγεις;» και του απαντά ο Γιάννης «που να πάω καλύτερα να με πιάσουν παρά να με σκοτώσουν»
Εγώ έφυγα με την αδελφή μου τη Βαγγελή που ήταν παντρεμένη στην Κρυόβρυση και είχε έρθει μουσαφίρης εκείνο το Σαββατόβραδο. Μέσα τις μάνδρες Ταγάρα, Γούλα και Διαμαντή Χολέβα εκεί με είδαν απ΄ το Νησί και μας έβαλαν ριπή μυδραλίου περίπου 50 μέτρα μάκρος και δύο μέτρα ύψος. Έπεσα κάτω στον τοίχο, η αδελφή μου τάχασε, νόμισε πως με σκότωσαν. Γυρίζω και την κοιτάζω, ήταν έξαλλη από το φόβο. Της μιλάω, όταν θα δεις να σηκωθώ να φύγω έλα μαζί μου. Κάθισα πέντε λεπτά να μου χάσουν στόχο σηκώθηκα πάλι μέσα στην κερασιά του Ζώτου τροχάδι με όση δύναμη είχαμε Λάκο ασβεσταριά, Μακρεχώραφα, άνω Ράχη λάη εκεί καθίσαμε πήραμε μια ανάσα, και από κει στην Ράχη Κανάκη εκεί ήταν σε αγνάντιο και απυρόβλητο. Εκεί ανταμώσαμε με τον Γιώργο Λάππα κάναμαν ένα τσιγάρο είδαμαν στο Λυκοτόπι 3-5 άνδρες και άρχισαν να πυροβολούν με ατομικά όπλα. Έριξαν περίπου δέκα σφαίρες στον Γάμο τον Βλάχικον που ερχόνταν από πίσω από τους Κάναλες να πάρουν τη Βλάχα Νύφη που ήταν στην Τσάηκα εκεί είχαν τα κονάκια οι Βλάχοι Ζηγέοι.
Οι Γερμανοί μόλις βγήκαν στο χωριό εγκατέστησαν φυλάκια στη Ράχη, στον Πύργο, και ολόγυρα στο χωριό σκοπιές. Οι άλλοι σκόρπισαν μέσα στο χωριό έμασαν τον κόσμο στο μησοχώρι και πλιάτσικα πήραν περισσότερα από πέντε φορτώματα καρύδια, πατάτες, ρουχισμό, προίκες κοριτσιών και πολλά ασημικά των γυναικών τοκάδες, γκέπια, αρχεία αυτά και αλισούδια με σταυρούς ή με ντούπιες…
Σταμάτησε το πυροβολικό σηκώσανε αεροπλάνο και έφερναν χαμηλά από τον Αβγιό, Πολήγανη, Σαμαρίνη, Γιάννο. Εμείς καθίσαμε ακίνητοι και από πέντε ώρες να μην δώσουμε στόχο.
Ήταν ο ήλιος περίπου μια οριά έξω.. Εγώ μόλις είδα φωτιά στην Κατσούφλη έβαλαν στα γρέκια των Φουκέων και μετά στο χωριό υποψιάστηκα ότι θα σκοτώσουν και τον κόσμο. Είπα στους άλλους τους χωριανούς μου που κίνησαν να φύγουν όλοι με το γάμο που θα πάτε στο χωριό δεν είναι κανένας ζωντανός ….ξεκινήσαμε προς τα κάτω και όταν κατεβήκαμε στον πάτο στην Ντομοβιά ακούσαμε μια φωνή από την Στρογγλή, φώναζε στην Τσάϊκα της Αγγέλως Σιαφάκα που ήταν στο γάμο το βλάχικο. Δεν ακούγαμε τι έλεγαν, του μιλήσαμαν και εμείς που κατεβαίναμε να σταθεί εκεί να κατεβούμε στη Ράχη Σαμαρίτη.
Και μας είπαν στο χωριό του σκότωσαν όλους, του μιλήσαμαν να μας περιμένει εκεί να κατεβούμε, και μας περίμεναν. Πήγαμε ανταμώσαμε στη Στρογγλή ήταν ο Χαρίλαος Ι.Λιούρης…..Ο Νικόλαος Δ.Ρούσκας τραυματισμένος στο λαιμό…Τους αφήσαμε εκεί και οι άλλοι ήλθαμαν για το χωριό. Αφού μας είπαν όλα αυτά τα φοβερά και φρικτά εγκλήματα πως συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο Μησοχώρι, έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια, ότι πράγμα της τσέπης τους άρεσκε τα έπαιρναν. Και από το μησοχώρι μετά τους έπαιρναν ομαδικά δύο Γερμανοί έως 10 γυναικόπαιδα, τους βάζαν μέσα στα σπίτια και τους καίγανε. Εκτέλεσαν και έξω από τα σπίτια περίπου 12 άτομα.
Στο σπίτι του Ρούσκα ήταν δύο οικογένειες εκτελεσμένες η Ελένη Αθ.Μπαμπούσκα και το παιδί της σκοτωμένο και το άλλο τραυματισμένο στη σπονδυλική στήλη- ήταν ζωντανό και βύζαινε στη μάνα του σκοτωμένη 36 ώρες που ήρθαν και το πήραν. Ήρθε ο Νικόλαος Γ. Μανδήλας και το πήγαν στο Νοσοκομείο στο Γρεβενήτη που είχαν οι αντάρτες- και η Μαρία Γ. Λάππα με τα τρία παιδιά της. Στη μάνδρα του Δημ. Παπά ήταν σκοτωμένος μεσ΄ τα πουρνάρια ο Σταύρος Γ.Ζώτος, είχε τα λεπτά στην τσαντήλα και μετά από πολλές μέρες τον βρήκαν και του πήραν τα λεφτά και μετά είπαν. Στον κήπο του Λάππα ήταν (σκοτωμένη) η Ελένη Γ. Γεράκου με τα δύο της παιδιά. Στην αυλή του Τσερίκη ήταν(σκοτωμένη) η Αγγέλω η γιαγιά Κώστα και Μήτσου Φούκα. Στην κουζίνα Θεοδώρου Λώλη ήταν σκοτωμένη η Λαμπρινή χήρα Λιούρη, η κοπέλα μου αβάπτιστη τεσσάρων μηνών καμένη μαζί με την σαρμάνα, η Αικατερίνη χήρα Λώλη και η Πανάγιω Κ. Λώλη κοπέλα 18 χρονών ήταν πίσω από την πόρτα στη γωνία. Άνοιγε η πόρτα και τις έπιανε η πόρτα πίσω. Έμειναν εκεί 25 μέρες ώσπου μύρισαν και τις βρήκαν και δεν μεταφέρονταν να τις θάψουν στο Νεκροταφείο και τις έθαψαν στην κήπο εδά κει. Αφού μας είπαν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα, τα χάσαμε, δεν ξέραμαν που πάμε, δεν είχαμε αίμα ζεστό απάνω μας, κρυώσαμε, παγώσαμε, χτυπηθήκαμε, κλάψαμε, θρηνήσαμε.
Η ώρα δώδεκα το μεσημέρι αφήσαμε τα παιδιά μας υγιέστατα, τα σπίτια μας σπίτια ωραία και να επιστρέψομε το βράδυ και μη βρούμε ούτε ανθρώπους ούτε σπίτια. Ξεκινήσαμε από την Στρογγλή και κάναμε κάτω να έρθουμε για το χωριό και δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Αλλού θέλαμε να πάμε και αλλού πηγαίναμε.
Ήρθαμαν στον Ρεβέντη από πάνω και τι να δούμε και τι να ακούσουμε και αν και νύχτα ήταν το χωριό φαινόταν παρανάλωμα του πυρός. Μια φωνή τραυλισμένη ακούσαμε μεγάλου ανθρώπου, κλάματα από μικρά παιδιά. Φεγκοβολούσε όλος ο τόπος από τις φλόγες, από τις φωτιές έσκαγαν σφαίρες, πόλεμος λες και γίνονταν. Τα σπίτια σωριάζονταν. Οι σάρκες των ανθρώπων, τα σοδήματα που καίγονταν, δεν σε άφηνε η βαριά μυρουδιά μα μπεις μέσα στο χωριό. Αλλά αφαιρεμένοι από το κακό και από τον πόνο δεν καταλαβαίναμε.
Αν ήταν άνθρωπος ξένος δεν έμπαινε μέσα στο χωριό από τη βαριά μυρουδιά που καίγονταν οι ανθρώπινες σάρκες, από τα σοδήματα, από τις σφαίρες που σκάγανε και από τις βροντές των σπιτιών που σωριάζονταν κάτω. Εμείς έξαλλοι όπως ήμασταν από το κακό που μας βρήκε δεν αισθανόμασταν απολύτως τίποτα. Δεν ξέραμαν και αν είχαν φύγει οι ούνοι ανθρωποφάγοι και λέγαμε τι τι θέλομε τη ζωή, ας μας σκοτώσουν.
Εγώ από του Ρεβέντη που ακούσαμε κλάματα μικρού παιδιού είδα και το σπίτι μου, ακούω, είπα ότι η κοπέλα μου είναι, αλλά δυστυχώς δεν ήταν, βρήκα το σπίτι άδειο. Κατεβήκαμε όλοι μαζί στο αλώνι μου και ακούμε την Ρήνα Γεράκου που φώναζε Λευτέρη, Τούλα και πάλι φώναζε και έλεγε «αχ η μαύρη τον σκότωσαν τον κοσμάκη μας» και και πάλι φώναζε. Ήταν στο Στρούνη για νερό και είχαν έρθει και οι γυναίκες και αυτή μόνο φώναζε, οι άλλες δε μιλούσαν από το φόβο και από τον πανικό.
Ανάψαμε χόρτα ξερά με την αδελφή μου να βλέπουμε μήπως είναι πτώματα και πατήσομε, μήπως είναι η κοπέλα. Δεν ήταν τίποτα ούτε η σαρμάτα με την κοπέλα ούτε πτώματα . Ήταν το σπίτι άδειο και είχε πάρει φωτιά από τρεις μεριές από τα γειτονικά σπίτια. Σε λίγα λεπτά της ώρας αν δεν είχα έρθει θα καίγονταν και αυτό. Είχε πάρει φωτιά το παράθυρο στο Νοτιά ευτυχώς είχα τέσσερα φορτώματα κολοκύθια από το χωράφι από το Στρούνι και έπεσε η φωτιά ψηλά στα κολοκύθια και άναψε το πάτωμα στα διάκενα και όσο το πρόλαβα. Άναψε το παράθυρο από το απάνω σπίτι εκεί δεν ήταν επικίνδυνα να πάρει φωτιά γιατί το δωμάτιο αυτό ήταν πεσμένο.
Πήρε από το πίσω μέρος από του Γκούτση. Το έσβησα το σπίτι τα παιδιά δεν τα βρήκα. Η γελάδα μούγκριζε στην πόρτα, της είχαν πάρει τη μοσχίδα οι ανθρωποφάγοι. Άργησε να έρθει από τις βοσκές η γελάδα, είχαν φύγει οι ούνοι και γλίτωσε και την βρήκα. Μάσαμαν λίγα πράγματα που ήταν στο απάνω σπίτι, τα πολλά πράγματα κάηκαν στην κοζίνα…Πήραμαν μια καρπέτα με την αδελφή μου και λίγο ψωμί και τη γελάδα με το σχοινί τραβώντας και φύγαμε προς τα απάνω. Στην Κερασιά είχαν περάσει και οι γυναίκες που ήταν για νερό στο Στρούνη. Πήγαμε και μεις, ανταμώσαμε, θρήνους κλάματα απαρηγόρητα.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τα χωριά Λιγκιάδες και Στρούνη έφυγαν και οι γυναίκες ήρθαν για απάνω αφού γλίτωσαν και αυτές εκεί κάτω. Είχαν βλέψεις οι Γερμανοί να το κάψουν και το Στρούνη, όπως μας είπαν οι γυναίκες έβγαζαν τα εισοδήματα έξω να τα φορτώσουν γιατί πήγαινε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι και δεν θα καιγαν από τρόφιμα στο Στρούνη θα τα έπαιρναν όλα. Τις δικές μας γυναίκες τις πήραν από την αυλή του Κώστα Παντελή Κολόκα και τις πήγαν στο σπίτι του Αποστ. Ευαγγελογιώργου τις έβαζαν μέσα, τις έβγαζαν έξω με κλωτσιές και με κοντακιές. Του Θωμά Κολόκα πήγε ένας Γερμανός-ως φαίνεται για πλιάτσικο- θα κανε και δεν θα τον άφηνε η γυναίκα , την σκότωσε με τα δύο της παιδιά και έβαλε φωτιά και τους έκαψε άνευ διαταγής. Διαταγή περίμεναν από λεπτό σε λεπτό να εκτελέσουν και να βάλουν φωτιά. Αλλά ο Ερυθρός Σταυρός και οι αρχές των Ιωαννίνων μόλις είδαν το χωριό Λιγκιάδες που καιγόταν πήγαν και επέμεναν στις αρχές τις Γερμανικές και στείλανε ένα στρατιώτη Γερμανό με μοτοσικλέτα και από δευτερόλεπτα γλίτωσαν οι γυναίκες μας και το Στρούνη. Τα ζώα όλα με τα φορτώματα των γυναικών τα πήραν. Μόλις τις άφησαν ελεύθερες έφυγαν και ήρθαν απάνω στο χωριό και ανταμώσαμε ανυπολόγιστα, ούτε αυτές ήξεραν αν ζούμε εμείς ούτε εμείς αν ζουν αυτές…
Όλη τη νύχτα ξεκινήσαμαν και φύγαμαν απάνω κατά το βουνό αφήνοντας τα παιδάκια μας, τους ανθρώπους μας πίσω σκοτωμένους να ψήνονται μέσα στα ερειπωμένα σπίτια και άλλοι βαριά τραυματισμένοι-όπως μας είπαν οι γυναίκες-στο σπίτι του Ρούσκα έξω ήταν ο Στάθης Γεωργ. Λάππα βαριά τραυματισμένο 8 ετών και ο μικρός Παναγιώτης Αθαν. Μπαμπούσκας σχισμένος σε όλη τη σπονδυλική στήλη με το ξίφος. Στην Τσοκνίδα ξημερώσαμαν θρηνώντας και κλαίγοντας.
Το πρωί τις γυναίκες τις στείλαμε κάτω στις Καρυές «Μουγκλούς». Και εμείς οι άνδρες καθίσαμε στο βουνό, πήγαμε στη κορυφή στην Μπόλκο, στην πυραμίδα και αγναντίβαμε κάτω προς το χωριό μην ιδούμε καμιά κίνηση από αυτούς τους ανθρωποφάγους γιατί το βράδυ θα κατεβαίναμε στο χωριό. Μας φαίνονταν ότι κάποιον θα βρούμε, κάποιον θα δούμε. Το απόγευμα είδαμε δύο ανθρώπους που έρχονταν από το χωριό απάνω, κατεβήκαμε στην Τσοκνίδα του περιμέναμε. Ήταν ο Νικόλαος Γεωργ. Μαντήλας που είχε τον Παναγιώτη Μπαμπούσκα γκούτσια. Ο άλλος Θεόδωρος Δημ. Λώλης το βρήκαν το παιδάκι βύζαινε στη σκοτωμένη μάνα του 36 ώρες και ήταν δύο ετών.
Το βράδυ καμιά ώρα μέρα από μέρη που δεν φαινόμασταν από τα Γιάννενα δια να μας βάλουν ήρθαμαν στο χωριό. Μας φαινόνταν πως θα βρούμε τους ανθρώπους ζωντανούς. Βρήκαμαν τη Λαμπρινή Λιούρη και την κοπέλα μου σκοτωμένες και καμένες στο μαγιριό ψηλά στο αξεφύληγο αραποσίτι του μπάρμπα μου Θοδωρή Λώλη. Την άλλη μέρα ήρθαν δύο τσοπαναραίοι να πάρουν λίγο νερό, ψωμί ότι να εύρεσκαν να βάλουν στο στόμα τους, τους βαλαν από το νησί με τα μυδράλια.
Και έτσι δεν έρχονταν ξανά μέρα άνθρωποι στο χωριό. Νύχτα σε νύχτα έρχονταν και έθαφταν τους σκοτωμένους που ήταν έξω από τα σπίτια και συμμάζευαν ότι είχε μείνει από την καταστροφή…
Οι Ναζί ακόμα το μάτι στο χωριό το είχαν. Την Τρίτη Κυριακή και την Πέμπτη Κυριακή το βράδυ μετά το κάψιμο, έβαλαν με το πυροβολικό στα σπίτια που είχαν μείνει άκαιγα, τα τρύπησαν τα τοιχάρια με τα βλήματα αλλά ευτυχώς δεν ήταν άλλα θύματα.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου 1944 χτυπούν από το Τζαμί του Κάστρου με τα βαριά μυδράλια και ανάψαν και κάηκαν τα μανδριά του Αθανασ. Μπαμπούσκα. Την ίδια μέρα ρίχτουν στα βλάχικα κονάκια που ήταν στη θέση «Γιάνο» και σκότωσαν μια βλάχα, τη γυναίκα του Στάθη Μάστουρα. Τη φέραν νύχτα και τη θάψαν στο χωριό.
Οι συγγενείς τών Γερμανών ΝΑΖΙ ακόμη και σήμερα δεν μετανοούν :
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε επετειακή εκδήλωση που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 2007, σε συνέδριο για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, ταξίδεψε και ο Παναγιώτης Μπάμπουσκας «Το μωρό που σώθηκε σουβλισμένο». «Νέοι, φοιτητές έρχονταν και μ’ αγκάλιαζαν. Οταν μιλήσαμε για τους Λιγκιάδες, εγώ κι ένας επιζών συντοπίτης μας, μας χειροκρότησαν για ώρα πολλή». Οχι όμως οι βετεράνοι του πολέμου ή οι συγγενείς τους. «Ηταν ψυχροί, απόμακροι. Ολοι δεν γνώριζαν, δεν είχαν ακούσει, βρίσκονταν μακριά από τις εκτελέσεις και τις λεηλασίες. Ηταν εκεί ο δήμαρχος της πόλης Μίτενβαλντ Χέρμαν Ζάλμινγκερ, γιος του αντισυνταγματάρχη Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, η εκτέλεση του οποίου από ΕΔΕΣίτες θεωρείται η αφορμή για τα σκληρά αντίποινα στους Λιγκιάδες. Αρνήθηκε να δεχθεί την ελληνική αντιπροσωπεία. Είπε “δεν δέχεται Ελληνες”».
Η επιστολή του γερμανού στρατιώτη Φελίξ Μπουριέρ (Felix Bourier)
Μετά τον πόλεμο ένας γερμανός στρατιώτης που ήταν ενταγμένος στην1η ορεινή μεραρχία ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», (1. Gebirgs – Division «Edelweiss», απέστειλε μια σειρά από επιστολές στην Ελληνική γλώσσα προς τον τότε Πρόεδρο της Κοινότητας των Λυγκιάδων και στο Κοινοτικό Συμβούλιο.
Δυστυχώς οι επιστολές αυτές κατά περίεργο τρόπο υπεξαιρεθήκαν από κάποιους από τα Κοινοτικά αρχεία των Λυγκιάδων και σήμερα τις κατέχει ένας ιδιώτης.
Ο γερμανός στρατιώτης ονομαζόταν Φελίξ Μπουριέρ (Felix Bourier), ήταν 38 χρονών, Νοσοκόμος και Γραφέας μονάδας.
Με την επιστολή που έστειλε στις 3 Οκτωβρίου 1947, τέσσερα χρόνια μετά από την σφαγή των Λυγκιάδωνεκφράζει την οδύνη του για τα θύματα των γερμανών και είναι φανερά σοκαρισμένος, γιατί θεωρεί «ΚΑΙ» τον εαυτό του ως ηθικά υπεύθυνο για την τραγωδία των Λυγκιάδων.
Σημαντικές εξάλλου προκύπτουν και οι πληροφορίες από την επιστολή που αναφέρει για την δίκη της Νυρεμβέργης, γνωστής ως δίκης των στρατηγών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 1947 στην ίδια πόλη και στην οποία δικάσθηκε ο στρατηγός Χούμπερτ Λάνς (Hubert Lanz), διοικητής της 1ης ορεινής μεραρχίας ορεινών καταδρομών «Εντελβάις», (1. Gebirgs – Division «Edelweiss», στα Γιάννενα μαζί με άλλους 11 στρατηγούς της Βέρμαχτ (Wehrmacht).
Ο στρατιώτης Φελίξ Μπουριέρ (Felix Bourier), δεν έλαβε ποτέ καμμία απάντηση στις επιστολές του .Καθηγητής της αρχαίας Ελληνικής και των Λατινικών μιλούσε άπταιστα την καθαρεύουσα.Μετά τον πόλεμο έγινε μοναχός στο μοναστήρι της πόλης του στο Σέφτλαρν (Schaftlarn), με το όνομα πατήρ Μπαζίλ. Πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 1994.
Η επιστολή «Εναι γραμμένη στα Ελληνικά»
FelixBurier
(13b) Shaftlarn
bei Munchen
Germany – Americanzone
Έν Schaftlarn της Γερμανίας, τη 3-10-1947
Αξιότιμε κύριε,
Εν τω ημερολογίω μου αναγιγνώσκω, ότι ακριβώς σήμερον προ τεσσάρων ετών κατεκαύσθη υπό των Γερμανών το χωρίον Λυγγιάδης.
Ήμην εγώ κατ΄εκείνον τον καιρόν εν Ιωαννίνοις ως γερμανικός στρατιώτης (νοσοκόμος και γραμματικός) και είδον τούτο περιπατών εν τη πόλει. Ήτο τότε Κυριακή. Σφόδρα ελυπήθην, ορών τοσαύτην βίαν και αδικίαν εις αόπλους πολίτας. Ύστερα, τη 23 Σεπτεμβρίου 1944, αυτός ήμην εν τη Λυγγιάδη, ότε ασκήσεως ένεκα επυροβολούμεν εν τοις όρεσιν και ακόμη ενθυμούμαι τα περίφοβα και λυπητερά των αυτών πρόσωπα.
Ίσως ενδιαφέρεσθε προς τούτο, ότι εν τω Ιουλίω του τρέχοντος έτους ήρχισεν εν τη γερμανική πόλη Nurnberg (Νούρνμπεργ), (εννοεί την πόλη Νυρεμβέργη), η διαδικασία κατά των γερμανικών στρατηγών πολεμησάντων ποτέ εν τη Ελλάδι και ταις λοιπαίς των Βαλκάνων χώραις.
Κατηγορούνται αυτοί δια φόνον, αρπαγήν, απαγωγήν ανθρώπων, προμελετημένην εξαφάνισην ή κατάκαυσιν οικιών και χωρίων και άλλα τοιαύτα κακουργήματα.
Ευρίσκεται δε εν αυτοίς και ο στρατηγός Lanz (Λάνς), κατοικήσας τότε εν τη των Ιωαννίνων ακαδημία, υπεύθυνος ποτέ δια την της Λυγγιάδου εξαφάνισιν. Η διαδικασία ουκέτι τετέλεσται. Όταν τελεσθή, θα σας γράψω αύθις.
Ανακοινώσατε τούτο, παρακαλώ, εις τους της Λυγγιάδου κατοίκους. Επέδωσα εις ταύτην την επιστολήν φύλλον γερμανικής εφημερίδος, που γέγραπται περί τούτων.
Αποκρίνασθαί μοι, παρακαλώ, εί ελάβετε την επιστολήν μου. Ελπίζω ότι ο Θεός αποτρέψει εις το μέλλον αφ΄υμών και από της Ελλάδος πάσαν δευτέρωσιν τοιούτων ατυχιών.
Χαιρετώ σας εγκαρδίως, καίπερ άγνωστος ών ο υμέτερος
Felix Bourier
(Φελίξ Μπουριέ)
Η προσωπική μου εκτίμηση για τον χαμό τόσων αθώων και από όσα έχω ακούσει και διασταυρώσει έχει γραφτεί η μισή αλήθεια . Η αλήθεια του ολοκαυτώματος του χωριού μου θα έλθει στο φως από τα εγγόνια μας ή από τα δισέγγονα. Γεγονός όμως είναι ότι έγινε για εκφοβισμό των κατοίκων της πόλης και του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. H απορία όλων μας σήμερα είναι : Γιατί εκείνοι που γνώριζαν για το χαλασμό δεν ειδοποίησαν τους χωριανούς μου να εγκαταλείψουν το χωριό ?
Ο Θεός άς τους συγχωρέσει ……….
πηγη