Είναι η Ομοκυστεΐνη η νέα Χοληστερίνη;


Υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών και χρόνιων νοσημάτων.

Είναι η Ομοκυστεΐνη η νέα Χοληστερίνη;
Υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης είναι ακριβέστερος μεταβολικός δείκτης κινδύνου νόσου, σε σχέση με τη χοληστερίνη.
Dr. Δημήτρης Τσουκαλάς
Η ομοκυστεΐνη, είναι μια ουσία που παράγεται μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό ως κατάλοιπο του μεταβολισμού. Είναι μια εξέταση που παρέχει μια γενική εικόνα της μεταβολικής κατάστασης του ατόμου. Αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θρόμβωσης, στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικού επισοδείου και χρόνιων ασθενειών όπως διαβήτης, μεταβολικό σύνδρομο, κάποιες μορφές αρθρίτιδας και αυτοάνοσων ασθενειών. 

Η ομοκυστεΐνη συσσωρεύεται στο αίμα σε συνθήκες ελλείψεων του οργανισμού και είναι παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, αυτοάνοσα νοσήματα, στυτική δυσλειτουργία και τη νόσο Alzheimer. 
Δεν την προσλαμβάνουμε από τη διατροφή, την παράγουμε όμως μέσα από τον μεταβολισμό δύο διατροφικών αμινοξέων, της μεθειονίνης και τις κυστεΐνης, κυρίως με τη συμμετοχή βιταμινών του συμπλέγματος Β, αντιοξειδωτικών και άλλων στοιχείων.
Όταν η ομοκυστεΐνη συσσωρεύεται στο αίμα σε αυξημένες ποσότητες, είναι τοξική και έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία μας.
Η Ανακάλυψη της Ομοκυστεΐνης
Ανακαλύφθηκε πρώτη φορά το 1932. Τριάντα έξι χρόνια μετά την ανακάλυψη της, πολύ λίγα είχαν κατανοηθεί σχετικά με τη σημασία της. Το 1964 ένας ερευνητής του Χάρβαρντ, ο Dr. Kilmer McCully, παρατήρησε ότι παιδιά που παρουσίαζαν αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης, λόγω γενετικής ανωμαλίας, εμφάνιζαν καρδιακά νοσήματα παρόμοια με αυτά που εμφάνιζαν μεσήλικες ασθενείς. Πρότεινε τότε  την ομοκυστεΐνη ως ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρδιακά νοσήματα.
Η θεωρία του McCully αποδείχτηκε σωστή. Σήμερα τα αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης είναι πράγματι αναγνωρισμένος ισχυρός παράγοντας κινδύνου για καρδιακά νοσήματα, εγκεφαλικά επεισόδια, νόσο Alzheimer, Parkinson και στυτική δυσλειτουργία. Εκφυλιστικά νοσήματα όπως αρθροπάθειες, αλλά και το ίδιο το γήρας, συνδέονται επίσης με αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης.
Γιατί Ανεβαίνουν τα Επίπεδα της Ομοκυστεΐνης στο Αίμα
Χρειάστηκαν χρόνια έρευνας, ώστε να κατανοήσουμε τη σύνδεση αυξημένων επιπέδων ομοκυστεΐνης στο αίμα, με την αύξηση της ηλικίας. 
Σήμερα γνωρίζουμε ότι για την πλειοψηφία των ανθρώπων, οφείλεται στη σταδιακή επιδείνωση της ικανότητας του οργανισμού να την μετατρέπει σε χρήσιμα αμινοξέα. Αυτό επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, τις διατροφικές συνήθειες και τη γενετική προδιάθεση. 
Η Ομοκυστεΐνη Είναι Μεταβολικός Δείκτης Κινδύνου Νόσου
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης στο αίμα, αυξάνουν την ταχύτητα φθοράς στο DNA και μειώνουν την ικανότητα διόρθωσης αυτών των βλαβών στο γενετικό υλικό. Η συσσώρεση βλαβών στο DNA, οδηγεί σε σταδιακή αποσταθεροποίηση του και αύξηση του κινδύνου για την εμφάνιση καρδιολογικών ασθενειών, αυτοάνοσων νοσημάτων, καρκίνου και χρόνιων ασθενειών που συνδέονται με το γήρας.
Παράγοντες που επηρεάζουν το μεταβολικό προφίλ: κάπνισμα, αλκοόλ, περιβαλλοντική επιβάρυνση, ακτινοβολία, συντηρητικά τροφίμων, 
στρες, κόπωση, έλλειψη άσκησης ή ακόμη και πολύ άσκηση, επιβαρύνουν τη μεταβολική κατάσταση του οργανισμού.
Χρόνιες μεταβολικές διαταραχές οδηγούν σε αυξημένη οξείδωση (αυξήμενη ταχύτητα πρόκλησης βλαβών σε κυτταρικό επίπεδο) και επιβάρυνση των αντιοξειδωτικών μηχανισμών. Όταν το αντιοξειδωτικό σύστημα επιβαρύνεται, τότε η ομοκυστεΐνη συσσωρεύεται στο αίμα, προκαλώντας βλάβες κυρίως στο εσωτερικό των αγγείων.
Η ομοκυστεΐνη υποβαθμίζει και μειώνει την παραγωγή κολλαγόνου και ελαστίνης, βασικά συστατικά του τοιχώματος των αρτηριών. Η βλάβη των αγγείων επιβαρύνει στη συνέχεια την καρδιά, τον εγκέφαλο και άλλα όργανα.
Η Ομοκυστεΐνη ως Παράγοντας Κινδύνου
Έρευνες δείχνουν ότι για κάθε αύξηση των επιπέδων της ομοκυστεΐνης στο αίμα, κατά 3 μονάδες, ο κίνδυνος για καρδιακό επεισόδιο αυξάνεται κατά 35%.
Παλαιότερες μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχαν επαρκή στοιχεία, που να αποδεικύνουν ότι η μείωση των επιπέδων της στο αίμα, μειώνει και τον κίνδυνο νόσου.
Σε μεταγενέστερη ανάλυση όμως αυτών των μελετών, σχετικά με τη θεραπεία των αυξημένων επιπέδων της ομοκυστεΐνης (Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας ΗΠΑ), οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι εργασίες δεν είχαν σχεδιαστεί σωστά και τα συμπεράσματα τους δεν ήταν ακριβή.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ομοκυστεΐνη είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου και η μείωση των επιπέδων της στο αίμα συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο νόσου.
Νοσήματα που συνδέονται με αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης

  • Υποθυρεοειδισμός
  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Διαβήτης
  • Μεταβολικό Σύνδρομο
  • Ψωρίαση
  • Συστηματικός Ερυθηματοειδής Λύκος
  • Νεφρικά νοσήματα
  • Ουρική αρθρίτιδα
  • Οξεία Λεμφοβλαστική Λευχαιμία
  • Καρκίνος

Είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη βέλτιστης υγείας να διατηρούμε χαμηλά τα επίπεδα αυτής της τοξικής ουσίας στο αίμα μας. Έχει βρεθεί ότι ο κίνδυνος για νόσο μειώνεται σημαντικά όταν η ομοκυστεΐνη βρίσκεται κάτω από τα 8μmol/L.
Για να μειωθούν τα επίπεδα και να επιτευχθούν τιμές κάτω των 8 μmol/L, πρέπει να διαχειριστούν συνολικά οι μεταβολικοί παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της ομοκυστεΐνης.

Εξετάσεις που Μετράνε Πολύ Μικρά Μόρια Εντοπίζουν Ελλείψεις του Οργανισμού και Μεταβολικές Διαταραχές
Αυξημένα επίπεδα ομοκυστεϊνης, αποτυπώνουν την παρουσία ελλείψεων και μεταβολικών διαταραχών. Ο εντοπισμός των συγκεκριμένων διαταραχών γίνεται με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων, που μετράνε πολύ μικρά μόρια στον οργανισμό και συμμετέχουν στις μεταβολικές διεργασίες.
Η αποκατάσταση της μεταβολικής ισορροπίας του οργανισμού, σε συνδυασμό με την εφαρμογή εντατικής ιατρικής παρέμβασης στον τρόπο ζωής και διατροφής, βελτιώνει την γενική κατάσταση της υγείας και μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου.
Έχει αποδειχθεί ότι η  επίτευξη επάρκειας μικροθρεπτικών συστατικών, παράλληλα με τη βελτίωση της συνολικής μεταβολικής κατάστασης, παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και τη θεραπεία λοιμώξεων και χρόνιων ασθενειών[8,9].
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια είναι διαθέσιμες ειδικές εξετάσεις που μετράνε μικρά μόρια (μεταβολίτες), που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές[10].  
Οι εξετάσεις μεταβολομικής είναι ένα επιπρόσθετο διαγνωστικό εργαλείο για τους γιατρούς. Καταγράφουν με ακρίβεια τις ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά και επιτρέπουν την άμεση διόρθωση τους με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων[11,12].
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι όλο και περισσότερα επιστημονικά στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η διόρθωση των ελλείψεων του οργανισμού και η αποκατάσταση του μεταβολισμού μπορούν να αλλάξουν ριζικά την πορεία μεγάλου φάσματος ασθενειών ή να προλάβουν την εμφάνιση τους.

 ΠΗΓΗ