Κωνσταντίνος Καβάφης «Κεριά»


Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων•
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω• με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Το ποίημα «Κεριά» είναι ένα από τα απλούστερα ως προς τη σύλληψή τους ποιήματα, παράλληλα όμως κι ένα από τα πλέον αποτελεσματικά ως προς τη μετάδοση των συναισθημάτων του ποιητή. Η εικόνα με τα σβησμένα κεριά του παρελθόντος αιχμαλωτίζει τη φαντασία του αναγνώστη και μεταδίδει την απελπισία του ποιητή, ο οποίος παρακολουθεί τις μέρες της ζωής του να περνούν με γοργούς ρυθμούς.
Η αισιόδοξη άποψη του ποιήματος είναι τα ζεστά και ζωηρά κεριά που συμβολίζουν τις μέρες του μέλλοντος. Η αισιόδοξη οπτική όμως καλύπτει μόλις την πρώτη στροφή του ποιήματος, καθώς εκείνο που πραγματικά απασχολεί τον ποιητή είναι οι μέρες που πέρασαν, τα κεριά που έσβησαν. Μια θλιβερή γραμμή από σβησμένα κεριά είναι το παρελθόν μας, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το ποίημα, μια γραμμή που διαρκώς μεγαλώνει. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Καβάφης δίνει εδώ την πιο απογοητευτική εικόνα του παρελθόντος, υπό την έννοια πως ο ποιητής συνήθως στρέφεται στις αναμνήσεις και στο παρελθόν του με νοσταλγία, καθώς από αυτό αντλεί τις πιο ευχάριστες στιγμές της ζωής του. Βέβαια, εδώ ο Καβάφης κοιτά τις μέρες που πέρασαν μόνο ως στοιχείο που δηλώνει ότι η ζωή μας περνά με γοργούς ρυθμούς, γι’ αυτό και οι μέρες του παρελθόντος δίνονται ως μια θλιβερή γραμμή.
Ο ποιητής δηλώνει πως δε θέλει να κοιτάζει τα σβησμένα κεριά, τις μέρες που πέρασαν, γιατί στεναχωριέται όταν θυμάται το φως που είχαν πρώτα, όταν θυμάται δηλαδή πως κάποτε οι περασμένες αυτές ημέρες αποτελούσαν το παρόν και το μέλλον του. Ό,τι κάποτε αποτελούσε το ποθητό μέλλον, έχει πια περάσει και βρίσκεται στο παρελθόν. Κάθε κερί δε διαρκεί παρά ελάχιστα και σύντομα έχει κι αυτό σβήσει, κάθε μέρα προσφέρει για λίγο το φως της κι αμέσως περνά και γίνεται μέρος της θλιβερής γραμμής των σβησμένων κεριών.
Ο ποιητής κοιτά εμπρός, τα αναμμένα του κεριά, τις μέρες που πρόκειται να έρθουν και προσπαθεί να επικεντρωθεί στο μέλλον του. Οι μέρες βέβαια του μέλλοντος δεν είναι δεδομένες, ούτε αν θα έρθουν ούτε πόσες θα είναι, το μόνο δεδομένο είναι αυτό που έχουμε ήδη ζήσει, αυτό που έχει πια τελειώσει, κι αυτό δυστυχώς δεν μπορεί πια να επανέλθει.
Δε θέλει, δηλώνει ο ποιητής, να γυρίσει πίσω το βλέμμα του, για να μη δει πόσο γρήγορα η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, πόσο γρήγορα πληθαίνουν τα σβησμένα κεριά. Ο ποιητής απελπίζεται όταν σκέφτεται πόσο γρήγορα περνά η ζωή του κι αυτή τη διαπίστωση επιχειρεί να μοιραστεί μαζί μας, ίσως σαν μια υπενθύμιση πως η ζωή δε διαρκεί για πάντα, ίσως μάλιστα να μη διαρκέσει και πολύ, γι’ αυτό θα πρέπει να απολαμβάνουμε τα χρυσά και ζωηρά κεράκια, όσο είναι ακόμη αναμμένα.