Βρεθήκαμε στο χωριό της Ηπείρου για ένα μουσικό τριήμερο σε επιμέλεια του Κρίστοφερ Κινγκ και παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, εκεί που λίγο πριν τα αλβανικά σύνορα, οι ήχοι των Βαλκανίων μπλέχτηκαν διονυσιακά
O Βασίλ Ζίου και οι Soul of Myzeqe από τη γειτονική Αλβανία μας χάρισαν την πιο έντονη στιγμή του «Γιατί 'ναι μαύρα τα βουνά». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
«Το τι ακούς αντανακλά το τι βλέπεις», γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου του «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» ο Κρίστοφερ Κινγκ για τη μουσική της Ηπείρου.
Ανηφορίζοντας από τα Ιωάννινα προς τα ενδότερα της Πίνδου, φτάνοντας όλο και πιο κοντά στα αλβανικά σύνορα, το πράσινο εντείνεται, οι χαράδρες γίνονται κοφτερές, λες και πάνω τους εγγράφεται όλη η ένταση της ιστορίας αυτού του τόπου. Το νερό του ποταμού Αώου μεταμορφώνεται για λίγο στον ambient ήχο της περιοχής, τα ζώα εμφανίζονται ανά μικρά κοπάδια, τα σπίτια, πέτρινα και ταπεινά, μοιάζουν με μικρά ζεστά απάγκια μπροστά στην ατέλειωτη φύση.
Τη μουσική αυτού του μέρους αγάπησε ένας τύπος ντυμένος με καουμπόικα πουκάμισα και μία βαθιά, επιβλητική και θεατράλε φωνή α λα Μόργκαν Φρίμαν, όταν την ανακάλυψε σε ένα πατάρι με δίσκους 78 στροφών στην Κωνσταντινούπολη. Τόσο, που τη μελέτησε διεξοδικά, της έγραψε βιβλίο, τη συλλέγει σε ηχογραφήσεις και αφιερώθηκε σε αυτή ψυχή τε και σώματι. Άλλωστε, ο Κρίστοφερ Κινγκ είναι εδώ και κάποια χρόνια μόνιμος κάτοικος της Κόνιτσας -πολιτογραφήθηκε τιμητικά και Έλληνας-, έχει γίνει πλέον μέρος αυτής της γης που τόσο λάτρεψε. Ίσως και να του θυμίζει το Μπαθς της Βιρτζίνια, στο οποίο μεγάλωσε. Πάντως, όλοι στην πλατεία του χωριού ξέρουν και χαιρετάνε τον Κρις.
Από το σπίτι της Χάμκως στα απέραντα Βαλκάνια
Το σπίτι της Χάμκως, που για τρεις μέρες έγινε και σπίτι της μουσικής των Βαλκανίων. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Ο εθνομουσικολόγος, μα κυρίως, λάτρης της αυθεντικότητας, επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά», με ένα μουσικό τριήμερο αφιερωμένο όχι μόνο στη μουσική της Ηπείρου, αλλά ολόκληρων των Βαλκανίων, αναδεικνύοντας έτσι τις εκλεκτικές συγγένειες των ήχων αυτών των περιοχών. Τι ταιριαστή ειρωνεία, που όσο συνέβαινε αυτό, τα σύννεφα μαίνονταν γύρω από τον Σμόλικα, σκορπώντας λίγο σκοτάδι στις παρυφές του, μέσα στο «επίσημο» καλοκαίρι.
Αυτή η εξερεύνηση στους -ζωντανούς, τελικά- ήχους του παρελθόντος, σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, έλαβε χώρα στο σπίτι της Χάμκως, της μητέρας δηλαδή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ένα παλιό αρχοντικό, με μεγάλη αυλή, πέτρινα τοιχάκια και καμάρες, χτισμένο τον 18ο και 19ο αιώνα, που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του κέντρου της Κόνιτσας -για να φτάσεις εκεί, πρέπει να περπατήσεις μια θαρραλέα ανηφόρα 150 μέτρων.
Ο εθνομουσικολόγος, μα κυρίως, λάτρης της αυθεντικότητας, επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά», με ένα μουσικό τριήμερο αφιερωμένο όχι μόνο στη μουσική της Ηπείρου, αλλά ολόκληρων των Βαλκανίων, αναδεικνύοντας έτσι τις εκλεκτικές συγγένειες των ήχων αυτών των περιοχών. Τι ταιριαστή ειρωνεία, που όσο συνέβαινε αυτό, τα σύννεφα μαίνονταν γύρω από τον Σμόλικα, σκορπώντας λίγο σκοτάδι στις παρυφές του, μέσα στο «επίσημο» καλοκαίρι.
Αυτή η εξερεύνηση στους -ζωντανούς, τελικά- ήχους του παρελθόντος, σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, έλαβε χώρα στο σπίτι της Χάμκως, της μητέρας δηλαδή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ένα παλιό αρχοντικό, με μεγάλη αυλή, πέτρινα τοιχάκια και καμάρες, χτισμένο τον 18ο και 19ο αιώνα, που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του κέντρου της Κόνιτσας -για να φτάσεις εκεί, πρέπει να περπατήσεις μια θαρραλέα ανηφόρα 150 μέτρων.
Οι Ισοκράτισσες μας μύησαν στο πολυφωνικό τραγούδι. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Πριν ακόμη πέσει ο ήλιος, άνθρωποι κάθε ηλικίας, φτάνουν στον χώρο. Άλλοι από αυτούς είναι «παλιοί», έχουν προλάβει μια εποχή που όλοι αυτοί οι ήχοι δεν ήταν τόσο μακρινοί κι άλλοι, οι «καινούργιοι», έρχονται για να τους ανακαλύψουν.
Ο Κρίστοφερ Κινγκ, ήδη πριν κάνει την επίσημη παρουσίαση της κάθε βραδιάς, βρίσκεται πάντα στο κάδρο, όπου κι αν κοιτάξεις. Χαιρετάει τους φίλους του, κάνει καινούργιους, φροντίζει για τις τελευταίες λεπτομέρειες και ενίοτε παρατηρεί από ψηλά τον κόσμο που έχει γεμίσει τα τοιχάκια και τα χορτάρια.
Πριν ακόμη πέσει ο ήλιος, άνθρωποι κάθε ηλικίας, φτάνουν στον χώρο. Άλλοι από αυτούς είναι «παλιοί», έχουν προλάβει μια εποχή που όλοι αυτοί οι ήχοι δεν ήταν τόσο μακρινοί κι άλλοι, οι «καινούργιοι», έρχονται για να τους ανακαλύψουν.
Ο Κρίστοφερ Κινγκ, ήδη πριν κάνει την επίσημη παρουσίαση της κάθε βραδιάς, βρίσκεται πάντα στο κάδρο, όπου κι αν κοιτάξεις. Χαιρετάει τους φίλους του, κάνει καινούργιους, φροντίζει για τις τελευταίες λεπτομέρειες και ενίοτε παρατηρεί από ψηλά τον κόσμο που έχει γεμίσει τα τοιχάκια και τα χορτάρια.
«Το τι ακούς αντανακλά το τι βλέπεις», γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου του «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» ο Κρίστοφερ Κινγκ (δεξιά) για τη μουσική της Ηπείρου. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Το καλωσόρισμα γίνεται με 78άρια, το αγαπημένο φορμά του Κινγκ. Διόλου τυχαία, το πρώτο βράδυ από τα αυλάκια βγαίνει μουσική της Αλβανίας. Εξάλλου, η μουσική της Ηπείρου και της γειτονικής χώρας μοιράζονται πολλά κοινά, είναι μια συνομιλία σε μόνιμη εξέλιξη. Η απόδειξη αυτού, έρχεται με τις Ισοκράτισσες, επτά ερμηνεύτριες πολυφωνικών τραγουδιών, που προέρχονται από τη Νότια Αλβανία και τραγουδούν και στις δύο γλώσσες, «γιατί τους αρέσει» όπως λένε, πρώτα και κύρια, γιατί αυτή η συνάντηση των δύο χωρών είναι η πραγματικότητά τους. Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε ένα χωριό που απέχει μόλις 11 χιλιόμετρα από την Αλβανία.
Το καλωσόρισμα γίνεται με 78άρια, το αγαπημένο φορμά του Κινγκ. Διόλου τυχαία, το πρώτο βράδυ από τα αυλάκια βγαίνει μουσική της Αλβανίας. Εξάλλου, η μουσική της Ηπείρου και της γειτονικής χώρας μοιράζονται πολλά κοινά, είναι μια συνομιλία σε μόνιμη εξέλιξη. Η απόδειξη αυτού, έρχεται με τις Ισοκράτισσες, επτά ερμηνεύτριες πολυφωνικών τραγουδιών, που προέρχονται από τη Νότια Αλβανία και τραγουδούν και στις δύο γλώσσες, «γιατί τους αρέσει» όπως λένε, πρώτα και κύρια, γιατί αυτή η συνάντηση των δύο χωρών είναι η πραγματικότητά τους. Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε ένα χωριό που απέχει μόλις 11 χιλιόμετρα από την Αλβανία.
Ο Κώστας Καραπάνος και ο Αουρέλ Τσίριο έστησαν με τα βιολιά τους ένα μεγάλο γλέντι. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Πρωτόγονο, μα συνάμα τόσο περίπλοκο και συντονισμένο, το τραγούδι τους ξεκινά από τα ψηλότερα σημεία του σπιτιού, αλλά σταδιακά, σαν να μιμούνται την κατάβαση προς τον Κάτω Κόσμο που απηχούν τα μοιρολόγια, έρχονται κοντά στον κόσμο, χορεύουν και τραγουδούν δίπλα του, γιατί η ζωή πάντα νικά.
Και είναι μια γιορτή. Όπως αυτή που έστησαν οι Κώστας Καραπάνος και Αουρέλ Τσίριο αμέσως μετά τις Ισοκράτισσες. Πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ είχε το βιολί, από αυτό εξάλλου άρχισε να γράφεται η ιστορία της ηπειρώτικης μουσικής πριν «περάσει» στο κλαρίνο, που μετά από κάποια ώρα, «γκάζωσε» τόσο που σχεδόν νομίζεις πως ακούς νησιώτικα.
Πρωτόγονο, μα συνάμα τόσο περίπλοκο και συντονισμένο, το τραγούδι τους ξεκινά από τα ψηλότερα σημεία του σπιτιού, αλλά σταδιακά, σαν να μιμούνται την κατάβαση προς τον Κάτω Κόσμο που απηχούν τα μοιρολόγια, έρχονται κοντά στον κόσμο, χορεύουν και τραγουδούν δίπλα του, γιατί η ζωή πάντα νικά.
Και είναι μια γιορτή. Όπως αυτή που έστησαν οι Κώστας Καραπάνος και Αουρέλ Τσίριο αμέσως μετά τις Ισοκράτισσες. Πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ είχε το βιολί, από αυτό εξάλλου άρχισε να γράφεται η ιστορία της ηπειρώτικης μουσικής πριν «περάσει» στο κλαρίνο, που μετά από κάποια ώρα, «γκάζωσε» τόσο που σχεδόν νομίζεις πως ακούς νησιώτικα.
Ο Νέγρος του Μοριά και ο Odydoze, για λίγο «τραμπέτικο». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Κάτι από… τους Cypress Hill είχε το εισαγωγικό 78άρι της δεύτερης βραδιάς, κατά τα λεγόμενα του Κινγκ. Ήταν εξάλλου το ζέσταμα για την πιο «λοξή» εμφάνιση του τριημέρου, αυτή του Νέγρου του Μοριά μαζί με τον παραγωγό Odydoze. «Τραμπέτικο» έχει βαφτίσει τη μουσική του ο τράπερ, πάντως εδώ, μαζί με τον πολλά υποσχόμενο εικοσάχρονο παραγωγό, δεν έριξαν στο μείγμα μόνο ρεμπέτικα, αλλά «έκοψαν» και samples από -τι άλλο;- 78άρια των Νοτίων Βαλκανίων. Πάντως, ο κόσμος που σχεδόν περικύκλωσε τη σκηνή και ζήτημα να είχε κλείσει τα 20, ήταν μια ακόμα απτή απόδειξη πως η παράδοση, ακόμα κι όταν δεν επιβιώνει αυτούσια, βρίσκει τον τρόπο να μετουσιώνεται ώστε να μιλά σε νέα, «άλλα» ακροατήρια.
Από την άλλη, λες και βγήκαν από τα βάθη του χρόνου έμοιαζαν ο Βασίλ Ζίου και οι Soul of Myzeqe που πήραν τη σκυτάλη: φυσιογνωμίες στωικές, σκαμμένα πρόσωπα πίσω από το χαρακτηριστικό καπέλο του τόπου τους, δηλαδή της κεντρικής Αλβανίας και παραδοσιακές, περιποιημένες φορεσιές. Το σχήμα εμφανίστηκε σαν ένα μουσικό μπουλούκι, που δεν έχει υποστεί καμία «αλλοτρίωση» από οτιδήποτε θυμίζει τον σύγχρονο τρόπο ζωής, μα το κυριότερο είναι πως έδειχναν να παίζουν και να τραγουδούν από πηγαία ανάγκη και όχι από υποχρέωση. Και επειδή η μουσική είναι ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων, κατάφεραν να χαρίσουν την πιο συγκινητική στιγμή του τριημέρου αλλά και να στήσουν το πιο δυνατό γλέντι, έως ότου σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι έγιναν ένας μεγάλος χορευτικός κύκλος.
Κάτι από… τους Cypress Hill είχε το εισαγωγικό 78άρι της δεύτερης βραδιάς, κατά τα λεγόμενα του Κινγκ. Ήταν εξάλλου το ζέσταμα για την πιο «λοξή» εμφάνιση του τριημέρου, αυτή του Νέγρου του Μοριά μαζί με τον παραγωγό Odydoze. «Τραμπέτικο» έχει βαφτίσει τη μουσική του ο τράπερ, πάντως εδώ, μαζί με τον πολλά υποσχόμενο εικοσάχρονο παραγωγό, δεν έριξαν στο μείγμα μόνο ρεμπέτικα, αλλά «έκοψαν» και samples από -τι άλλο;- 78άρια των Νοτίων Βαλκανίων. Πάντως, ο κόσμος που σχεδόν περικύκλωσε τη σκηνή και ζήτημα να είχε κλείσει τα 20, ήταν μια ακόμα απτή απόδειξη πως η παράδοση, ακόμα κι όταν δεν επιβιώνει αυτούσια, βρίσκει τον τρόπο να μετουσιώνεται ώστε να μιλά σε νέα, «άλλα» ακροατήρια.
Από την άλλη, λες και βγήκαν από τα βάθη του χρόνου έμοιαζαν ο Βασίλ Ζίου και οι Soul of Myzeqe που πήραν τη σκυτάλη: φυσιογνωμίες στωικές, σκαμμένα πρόσωπα πίσω από το χαρακτηριστικό καπέλο του τόπου τους, δηλαδή της κεντρικής Αλβανίας και παραδοσιακές, περιποιημένες φορεσιές. Το σχήμα εμφανίστηκε σαν ένα μουσικό μπουλούκι, που δεν έχει υποστεί καμία «αλλοτρίωση» από οτιδήποτε θυμίζει τον σύγχρονο τρόπο ζωής, μα το κυριότερο είναι πως έδειχναν να παίζουν και να τραγουδούν από πηγαία ανάγκη και όχι από υποχρέωση. Και επειδή η μουσική είναι ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων, κατάφεραν να χαρίσουν την πιο συγκινητική στιγμή του τριημέρου αλλά και να στήσουν το πιο δυνατό γλέντι, έως ότου σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι έγιναν ένας μεγάλος χορευτικός κύκλος.
Παρακολουθήσαμε μεταξύ άλλων το ντοκιμαντέρ «Ο Περικλής στην Αμερική» (1988) του Τζον Κοέν. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος
Η μουσική των Βαλκανίων είναι η μουσική του απλού λαού της υπαίθρου, η έκφραση του καθημερινού του μόχθου, της ξενιτιάς και της αιώνιας νοσταλγίας του σπιτιού. Τέτοιες σκηνές από την καθημερινή ζωή των αρχών του προηγούμενου αιώνα είχαμε την ευκαιρία να δούμε στο τέλος της βραδιάς στα σπάνια βωβά φιλμάκια των πρωτοπόρων αδελφών Μανάκια, που υήρξαν για τα Βαλκάνια ό,τι ο Ρόμπερτ Φλάερτι για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τις ταινίες προλόγισε ο Ατανάς Τσουπόσκι και συνόδευσε ζωντανή ορχήστρα, ώστε η προβολή να κρατήσει όλους τους «βωβούς» κανόνες περασμένων δεκαετιών.
Η προηγούμενη βραδιά είχε κλείσει επίσης με μία προβολή, το σχεδόν guerilla ντοκιμαντέρ του Τζον Κοέν «Ο Περικλής στην Αμερική» (1988), για τον Περικλή Χαλκιά και πατέρα του Πετρολούκα, με την κάμερα να διανύει την απόσταση από το Κουίνς της Νέας Υόρκης στη μαμά Ήπειρο, δείχνοντας πως όπου κι αν βρεθεί κανείς, πάντα θα αναζητά τον τρόπο να αναβιώσει τις παραδόσεις του. Η Μπάισα Αριφόφσκα με την μπάντα της έρχονται από το Μπέροβο της Βόρειας Μακεδονίας. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Η μουσική των Βαλκανίων είναι η μουσική του απλού λαού της υπαίθρου, η έκφραση του καθημερινού του μόχθου, της ξενιτιάς και της αιώνιας νοσταλγίας του σπιτιού. Τέτοιες σκηνές από την καθημερινή ζωή των αρχών του προηγούμενου αιώνα είχαμε την ευκαιρία να δούμε στο τέλος της βραδιάς στα σπάνια βωβά φιλμάκια των πρωτοπόρων αδελφών Μανάκια, που υήρξαν για τα Βαλκάνια ό,τι ο Ρόμπερτ Φλάερτι για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τις ταινίες προλόγισε ο Ατανάς Τσουπόσκι και συνόδευσε ζωντανή ορχήστρα, ώστε η προβολή να κρατήσει όλους τους «βωβούς» κανόνες περασμένων δεκαετιών.
Η προηγούμενη βραδιά είχε κλείσει επίσης με μία προβολή, το σχεδόν guerilla ντοκιμαντέρ του Τζον Κοέν «Ο Περικλής στην Αμερική» (1988), για τον Περικλή Χαλκιά και πατέρα του Πετρολούκα, με την κάμερα να διανύει την απόσταση από το Κουίνς της Νέας Υόρκης στη μαμά Ήπειρο, δείχνοντας πως όπου κι αν βρεθεί κανείς, πάντα θα αναζητά τον τρόπο να αναβιώσει τις παραδόσεις του. Η Μπάισα Αριφόφσκα με την μπάντα της έρχονται από το Μπέροβο της Βόρειας Μακεδονίας. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Η αυλαία του τριημέρου έπεσε με την Εβρίτικη Ζυγιά, ένα σχήμα από τον Έβρο. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος
Την τρίτη μέρα, τα απειλητικά σύννεφα ξέσπασαν σε βροχή. Όσο βράδιαζε, όμως, σαν να μαλάκωναν, αφήνοντας πίσω τους κυρίως ένα τσουχτερό κρύο. Το τριήμερο έκλεισε με χορό. Πρώτη στη σκηνή ανέβηκε η Μπάισα Αριφόφσκα μαζί με το γκρουπ της, μια Ρομά μουσικός από τη Βόρεια Μακεδονία, για να παίξει παραδοσιακή αλλά και αστική («chalgia») μουσική της χώρας.
Η αυλαία έπεσε με την Εβρίτικη Ζυγιά, ένα σχήμα που έρχεται από τον Έβρο και τα τελευταία χρόνια «ανέστησε» σχεδόν χαμένα όργανα της Θράκης, όπως τη γκάιντα και το νταούλι, φέρνοντάς τα μάλιστα στα αυτιά ακόμα και εναλλακτικών ακροατών. Όλοι πλέον βρίσκονται κοντά στη σκηνή, ακόμα και οι πιο εσωστρεφείς δονούνται στον ρυθμό. Τα σύννεφα έχουν πλέον διαλυθεί και τα βουνά δεν είναι τόσο μαύρα.
Η Ηπειρος ως ολιστική εμπειρία
Την τρίτη μέρα, τα απειλητικά σύννεφα ξέσπασαν σε βροχή. Όσο βράδιαζε, όμως, σαν να μαλάκωναν, αφήνοντας πίσω τους κυρίως ένα τσουχτερό κρύο. Το τριήμερο έκλεισε με χορό. Πρώτη στη σκηνή ανέβηκε η Μπάισα Αριφόφσκα μαζί με το γκρουπ της, μια Ρομά μουσικός από τη Βόρεια Μακεδονία, για να παίξει παραδοσιακή αλλά και αστική («chalgia») μουσική της χώρας.
Η αυλαία έπεσε με την Εβρίτικη Ζυγιά, ένα σχήμα που έρχεται από τον Έβρο και τα τελευταία χρόνια «ανέστησε» σχεδόν χαμένα όργανα της Θράκης, όπως τη γκάιντα και το νταούλι, φέρνοντάς τα μάλιστα στα αυτιά ακόμα και εναλλακτικών ακροατών. Όλοι πλέον βρίσκονται κοντά στη σκηνή, ακόμα και οι πιο εσωστρεφείς δονούνται στον ρυθμό. Τα σύννεφα έχουν πλέον διαλυθεί και τα βουνά δεν είναι τόσο μαύρα.
Η Ηπειρος ως ολιστική εμπειρία
Οι Ισοκράτισσες μας έμαθαν περισσότερα για το πολυφωνικό τραγούδι και από την πλατεία της Κόνιτσας. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Διαβάζοντας κανείς το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ δεν θα αργήσει να καταλάβει πως αυτό δεν είναι ένα βιβλίο αυστηρώς μουσικό, παρά ένα πολιτισμικό και ιστορικό ψηφιδωτό όλων εκείνων των πραγμάτων που απαρτίζουν αυτή τη μοναδική γωνιά της Ελλάδας, ενός τόπου που έχει γίνει το χωνευτήρι όλων όσων πέρασαν από εκεί.
Πράγματι, μόνο έτσι μπορείς να βιώσεις πραγματικά την Κόνιτσα. Κατεβαίνοντας στην πλατεία, για να τους βρεις όλους εκεί και να πιεις τσίπουρο με συνοδεία μεζέ (έστω κι αν σου σερβίρεται με «μοντέρνα» εκδοχή, σε ένα μπουκαλάκι σε σχήμα νεκροκεφαλής). Εκεί που βρέθηκαν και οι Ισοκράτισσες για να μοιραστούν τα μυστικά του πολυφωνικού τραγουδιού και να τραγουδήσουν μαζί με τον κόσμο. Πηγαίνοντας λίγο πιο δίπλα για να γευτείς παραδοσιακές πίτες. Τρώγοντας κοντοσούβλι και συμμετέχοντας σε ένα αυτοσχέδιο γλέντι των Soul of Myzeqe. Περνώντας τη χαρακτηριστική, τοξωτή γέφυρά της Κόνιτσας για να κάνεις τον περίπατο κατά μήκος του Αώου -κι αν είσαι τολμηρός, να ρίξεις και μια βουτιά. Κοιτώντας στον ορίζοντα, στο απέραντο πράσινο των βουνών.
Όταν μετά από όλα αυτά ακούσεις πάλι ηπειρώτικη μουσική, τίποτα δεν θα είναι ίδιο ξανά. Τότε, θα έχεις έρθει ένα βήμα πιο κοντά στη σχεδόν παγανιστική ουσία αυτής της μουσικής. Θα έχεις καταλάβει, βιωματικά πλέον, γιατί είναι διονυσιακή. Αντίο, Κόνιτσα. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi
Διαβάζοντας κανείς το «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ δεν θα αργήσει να καταλάβει πως αυτό δεν είναι ένα βιβλίο αυστηρώς μουσικό, παρά ένα πολιτισμικό και ιστορικό ψηφιδωτό όλων εκείνων των πραγμάτων που απαρτίζουν αυτή τη μοναδική γωνιά της Ελλάδας, ενός τόπου που έχει γίνει το χωνευτήρι όλων όσων πέρασαν από εκεί.
Πράγματι, μόνο έτσι μπορείς να βιώσεις πραγματικά την Κόνιτσα. Κατεβαίνοντας στην πλατεία, για να τους βρεις όλους εκεί και να πιεις τσίπουρο με συνοδεία μεζέ (έστω κι αν σου σερβίρεται με «μοντέρνα» εκδοχή, σε ένα μπουκαλάκι σε σχήμα νεκροκεφαλής). Εκεί που βρέθηκαν και οι Ισοκράτισσες για να μοιραστούν τα μυστικά του πολυφωνικού τραγουδιού και να τραγουδήσουν μαζί με τον κόσμο. Πηγαίνοντας λίγο πιο δίπλα για να γευτείς παραδοσιακές πίτες. Τρώγοντας κοντοσούβλι και συμμετέχοντας σε ένα αυτοσχέδιο γλέντι των Soul of Myzeqe. Περνώντας τη χαρακτηριστική, τοξωτή γέφυρά της Κόνιτσας για να κάνεις τον περίπατο κατά μήκος του Αώου -κι αν είσαι τολμηρός, να ρίξεις και μια βουτιά. Κοιτώντας στον ορίζοντα, στο απέραντο πράσινο των βουνών.
Όταν μετά από όλα αυτά ακούσεις πάλι ηπειρώτικη μουσική, τίποτα δεν θα είναι ίδιο ξανά. Τότε, θα έχεις έρθει ένα βήμα πιο κοντά στη σχεδόν παγανιστική ουσία αυτής της μουσικής. Θα έχεις καταλάβει, βιωματικά πλέον, γιατί είναι διονυσιακή. Αντίο, Κόνιτσα. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος/Onassis Stegi