Από την ιστορία του Δελβινακίου…

 Από την ιστορία του Δελβινακίου…

ON .

Ἡ κοινότητα τοῦ Δελβινακίου συνόρευε μέ τίς ἐδαφικές περιοχές τῶν ἑξῆς κοινοτήτων τοῦ Πωγωνίου, τό 1889: Γκουβέρι, Δολό, Ρομπάτες, Μέβδεζα, Φραστανά, Βήσσανη, Ζαραβίνα, Κρυονέρι, Κεράσοβο, Μέγγουλη, Ἀρίνιστα, Τεριάχι, Βομπλό.

Τά τοπικά ὅριά της ἦσαν σχεδόν ἴδια καί παλαιότερα, ὅπως προκύπτει ἀπό συμφωνητικό πού ὑπέγραψαν τό 1730 περίπου οἱ πρόκριτοι τοῦ Δελβινακίου καί τῆς Βήσσανης γιά τά σύνορα τῶν δύο χωριῶν καί  ἀπό προφορική μαρτυρία ἑνός ἑκατόχρονου Δελβινακιώτη, πού κατέγραψε τό 1833 ὁ Γ. Γαζῆς, γιά τά σύνορα τοῦ χωριοῦ του.

Μερικά τμήματα τῆς μεγάλης ἐδαφικῆς ἔκτασης τοῦ Δελβινακίου περιῆλθαν σέ αὐτό εἴτε λόγω ἐρήμωσης τῶν ἄλλων οἰκισμῶν πού ὑπῆρχαν μέσα στά ὅριά της, εἴτε λόγω προτίμησης τῶν κατοίκων ἄλλων γειτονικῶν οἰκισμῶν νά ἐνταχθοῦν στήν κοινότητα Δελβινακίου ἐπειδή αὐτό ἦταν ἐλευθεροχώρι (ὄχι τσιφλικοχώρι) καί εἶχε καλή αὐτοδιοίκηση. Τό 1660 τό Δελβινάκι χαρακτηρίσθηκε ὡς λαμπρός σύνδεσμος εὐημερούντων χωριῶν, ἀποτελούμενος ἀπό 450 οἰκίες-οἰκογένειες χριστιανῶν. Πρόκειται γιά τά ἑξῆς ἄλλα χωριά: Λέπενο, Γάλιανη, Κλοκός, Ζέπη, Τσιφλίκι, Μπλασάβιτσα.

Τό Λέπενο τό 1644 πυρπολήθηκε ἀπό συγγενεῖς τῶν σπαχήδων του (τμαριούχων) ἐπειδή οἱ κάτοικοί του σκότωσαν τούς σπαχῆδες πού τούς κακοποιοῦσαν. Σέ σουλτανικό φιρμάνι τοῦ 1832 γράφτηκε ὅτι οἱ γαῖες αὐτοῦ τοῦ καταστραφέντος χωριοῦ, στίς ὁποῖες περιλαμβάνονταν καί γαῖες τῆς μονῆς Λεπένου, καλλιεργοῦνται ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τοῦ ἐκεῖ τσιφλικίου Ζαραβίνας καί ἀπό τούς κατοίκους τοῦ γειτονικοῦ κεφαλοχωρίου Δελβινάκι καί ὅτι οἱ καλλιεργητές αὐτοί (περιλαμβανομένων καί τῶν μοναχῶν)  ὀφείλουν νά καταβάλλουν στόν σπαχή τους τήν δεκάτη τῶν δημητριακῶν καί τῶν ἀμπελιῶν καί τά λοιπά δοσίματα. Τό 1833 ὁ τιμαριοῦχος ἰσχυρίσθηκε ὅτι οἱ Δελβινακιῶτες ἀρνήθηκαν νά τοῦ καταβάλουν τά σχετικά δοσίματα ἀξίας χιλίων γροσίων ἐτησίως. Τό 1858 ἐπισκευάσθηκε τό ὑδραγωγεῖο τοῦ Λεπένου.

Τό χωριό Γάλιανη, τοῦ ὁποίου ἡ ἐδαφική ἔκταση ἔφθανε μέχρι τό Κεράσοβο, πωληθήκε τό 1663 ἀπό Ἀλβανό μπέη στούς Δελβινακιῶτες ἀντί 30.000 ἄσπρων. Τό 1862 ἀπαγορεύθηκε δικαστικῶς στόν τσιφλικᾶ τοῦ Κερασόβου νά βόσκει τά ζῶα του στούς ἀγρούς, στά ἀμπέλια, στά δάση καί στά χειμαδιά τῆς ἐρημωθείσας Γάλιανης, διότι ἀνῆκε στό Δελβινάκι. Τό μικρό χωριό Τζιφτιλίκι πού ἀνῆκε σέ μπέηδες ἀγοράσθηκε ἀπό Δελβινακιῶτες. Οἱ οἰκισμοί Κλοκός καί Ζέπη ἐρημώθηκαν μετά τό 177, ὁ δέ οἰκισμός Μπλασαβίτσα ἐρημώθηκε μετά τό 1650.

 Μετοικήσεις, πληθυσμιακά, οικονομικά, γυναῖκες

1. Γιά τούς ἐπήλυδες κατοίκους τοῦ χωριοῦ ἔχομε τίς ἑξῆς πληροφορίες: Τό 1656 ἦλθαν 4 οἰκογένειες ἀπό τήν Διπαλίτσα λόγω τῆς τότε ἐρήμωσής της, τό 1720 ἦλθαν ἀπό τήν Ζαραβίνα οἱ οἰκογένειες πού εἶχαν μετοικήσει ἐκεῖ προερχόμενες ἀπό τήν Μεσαριά τῆς Καραμουρατιᾶς, ἀργότερα ἦλθαν ἄλλες οἰκογένειες ἀπό διάφορους τόπους κοντινούς ἤ μακρινούς.

Πολλοί Δελβινακιῶτες μετοίκησαν σέ ἄλλους τόπους, πρόσκαιρα ἤ ὁριστικά, τουλάχιστον τόν 18ο αἰώνα καί μετέπειτα. Κατά τόν Ἄγγλο περιηγητή Λήκ, πού ἐπισκέφθηκε τό χωριό τό 1809, οἱ περισσότεροι ἄνδρες τοῦ χωριοῦ ἐργάζονταν τότε σέ πόλεις τῆς Τουρκίας ὡς ἔμποροι ἤ τεχνίτες ἤ βιοτέχνες, στήν δέ Κωνσαντινούπολη ὡς κηπουροί ἤ κρεοπῶλες κυρίως. Στήν Βεσσαραβία εἶχαν μετοικήσει 400 οἰκογένειες μέχρι τό 1820, στό δέ Κισνόβι τό 1830 ὑπῆρχαν 120 Δελβινακιῶτες καί ἦταν προεστός ὁ συγχωριανός Μπασιᾶς Λούκας. Στήν Πόλη, κατά τά ἔτη 1909-1914 δροῦσε τό σωματεῖο Δελβινακιωτῶν «Ἡ εὐσέβεια». Ἄλλοι χωριανοί μετοίκησαν στήν Θήβα, στήν Λειβαδιά καί ἀλλοῦ.

2. Στίς παρατιθέμενες ἀκολούθως στατιστικές πληροφορίες, τά πληθυσμιακά μεγέθη τοῦ χωριοῦ ἀποδόθηκαν, ὑπολογισμένα συνήθως κατά προσέγγιση (χονδρικά) καί μέ μονάδα ὑπολογισμοῦ τήν οἰκία-οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τά ἄτομα ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦσαν περίπου: 7 μέχρι τό 1846, 6 μέχρι τό 1880 καί 5 ἕκτοτε. α) 1660, οἰκίες 450. β) 1775, οἰκίες 300. γ) 1806, κάτοικοι 600. δ) 1809, οἰκίες 200. ε) 1812, κάτοικοι 3000. στ) 1814, οἰκίες 350. ζ) 1820, οἰκίες 250. η) 1835, οἰκίες ἐνεργές 40. θ) 1835, οἰκίες 130, ἐνεργές 50. ι) 1846, οἰκίες 120, στέφανα 201. ια) 1850, οἰκίες 200, κάτοικοι 3000. ιβ) 1875, οἰκίες 150, κάτοικοι 750. ιγ) 1879, οἰκίες 180. ιδ) 1880, κάτοικοι 900. ιε) 1895, οἰκίες 225, κάτοικοι 1065. ιστ) 1913, κάτοικοι 886. ιζ) 1920, κάτοικοι 2794. ιη) 1928, κάτοικοι 1202. ιθ) 1940, κάτοικοι 1532.

3. Κατά τόν Τοῦρκο περιηγητή Ἐλβιγιά Τσελεμπή, τό 1660 ὑπῆρχαν στό Δελβινάκι 40-50 μαγαζιά καί τρία χάνια. Ὁ Ἄγγλος περιηγητής Holland ἔγραψε ὅτι τό 1812 οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦσαν γεωργοί. Κατά τόν Λήκ, τό 1809 παράγονταν κρασί πού ἐπωλεῖτο στίς γύρω περιοχές, καλαμπόκι, ρεβύθια καί καννάβι, ἐκτρέφονταν πολλά βόδια, πρόβατα καί γίδια καί κατασκευάζονταν βαμβακερά ροῦχα. Ἀπό τό 1826 ἄρχισε καί ἡ καλλιέργεια πατάτας μέ σπόρο πού ἔφερε ἀπό τήν Βλαχιά ὁ Γ. Γαζῆς. Ὁ καταγόμενος ἀπό τά Ἄνω Σουδενά ἱστοριογράφος Ἰ. Λαμπρίδης ἔγραψε ὅτι μέχρι τό 1830 παράγονταν σιτάρι 800.000 ὀκάδες, σταφύλια 1.000.000 ὀκάδες, καρύδια, ἀμύγδαλα, ἀπίδια, βύσσινα κ.ἄ., ὅτι τό 1880 ἄρχισε ἡ φύτευση ἐκ νέου ἀμπελιῶν καί ὅτι κάθε Σάββατο λειτουργοῦσε ἐμποροπανήγυρη.

Οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ ἐκτελοῦσαν ἐργασίες γεωργικές καί κτηνοτροφικές, ὕφαιναν ἐνδύματα καί ἔπλεκαν κάλτσες. Λόγω τῶν ἐπίμοχθων ἐργασιῶν τους καί τῆς διατροφῆς τους μέ καλαμπόκι, γήρασκαν ἐνωρίς. Ὅμως, ἦσαν διάσημες γιά τήν ὀμορφιά τους, ἡ ὁποία κατά τόν Λαμπρίδη ἦταν μοναδική στήν Εὐρώπη. Ὁ λόρδος Μπάυρον ἔγραψε ὅτι ὡς πρός τήν μορφή καί τό ἀνάστημα ἦσαν οἱ ὀμορφότερες ἀπό ὅσες εἶχε ἰδεῖ.

4. Τό 1835 ὁ Γ. Γαζής κατέγραψε ὡς ἑξῆς τά κυριότερα γνωρίσματα τοῦ χωριοῦ του στό ποίημά του «Τρόπαιον Δελβινακίου»:

Τό Δελβινάκι εἶναι εἷς τόπος εὐτυχής

καί χώρα ζηλευγμένη, κωμόπολις καλή,

τῆς ἐπαρχίας ὅλης πρωτεύουσα αὐτή,

τόπον πολύν ὁρίζη, εὔφορον και καλόν,

ἥμερον και δενδρώδη, εὔκρατον, ζηλευτόν,

καλά νερά εὐγάζη ψυχρά, ὑγιεινά,

Κοιλάδας τε καί δάση ἔχει πολλά καλά,

βουνά τό καλοκαῖρι νά βόσκουν ζωντανά,

σε χειμαδιά ὁμοίως ἔχει διά αὐτά,

οἱ κάτοικοι εὐγαίνουν εὔρωστοι, εὐειδεῖς,

ἔξυπνοι, πνευματώδεις, εἰς ὅλα εὐφυεῖς

ἀλλ’ αἱ γυναῖκες μᾶλλον δείχνουν ὑπερβολήν 

στό κάλλος καί στά ἤθη τᾤντι θαυμαστήν.

Διοικητικά, ἐκκλησιαστικά, 

ἐκπαίδευση

1. Τό Δελβινάκι ὑπαγόταν στόν ναχιγιέ ἤ στόν καζά τῆς Παλιᾶς Πωγωνιανῆς (Πωγωνίου), ὁ ὁποῖος ἀνῆκε ἀρχικά στό σαντζάκι τῆς Αὐλώνας μέχρι τό 1856, ἀλλά κατά τά ἔτη 1790-1856 ἀνῆκε οὐσιαστικά στό σαντζάκι τῶν Ἰωαννίνων, ἔκτοτε δέ ὑπαγόταν στόν καζά τοῦ Ἀργυροκάστρου, ἐκτός ἀπό τά ἔτη 1882-1888 πού ὑπαγόταν στό σαντζάκι τοῦ Λεσκοβικίου. Ἕδρα τοῦ Πωγωνίου θεωρεῖται ὅτι ἦταν ὁ Κακόλακκος καί ἀπό τό 1846 ἡ Βοστίνα, πλήν ὅμως ἐνίοτε ἦταν ἕδρα τό Δελβινάκι, ὅπως τό 1730, ὁπότε ὁ τσιφλικᾶς τοῦ βιλαετιοῦ συγκάλεσε ἐκεῖ τούς προεστούς του, τό 1809 κατά τόν Λήκ καί κάποια ἔτη ἐπί σουλτάνου Μαχμούτ (1808-35).

Στό Δελβινάκι καί σέ ἄλλα χωριά (τῶν Κουρέντων, τοῦ Ζαγορίου κ.ἄ.), τό 1479  παραχωρήθηκαν τά προνόμια τῆς αὐτοδιοίκησης καί τῆς φορολογικῆς ὑπαγωγῆς τους ὄχι σέ σπαχῆδες ἀλλά στήν μητέρα τοῦ σουλτάνου, τά ὁποῖα καταργήθηκαν ὡς πρός μερικά μέν ἀπό τά χωριά αὐτά στά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, ὡς πρός δέ τά ὑπόλοιπα ἐπί Ἀλῆ πασᾶ. Τό 1660 τό Δελβινάκι ἀνῆκε στήν περιουσία τοῦ σουλτάνου, ἀλλά εἶχε παραχωρηθεῖ στόν καπουτάν πασά (ἀρχιναύαρχο) καί ἐδικαιοῦτο νά διορίζει ὁδοφύλακες στήν περιοχή του. Στά ἔτη 1760-1832 εἶχε τό πρόσθετο προνόμιο νά μήν ὀφείλει ἀποζημίωση γιά τούς φόνους πού διαπράττονταν στήν περιοχή του. Μέχρι τό 1846 ὄφειλε νά καταβάλει τήν δεκάτη σέ σπαχή (τιμαριοῦχο). Δέν ἔγινε ποτέ τσιφλίκι, παρά μόνον μέ πλαστό ἔγγραφο τοῦ Ἀλῆ πασᾶ περί τό 1818.

2. Ἀπό ἐκκλησιαστική ἄποψη, τό Δελβινάκι ὑπαγόταν κατά τήν περίοδο 1482-1924 στήν μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως (ἀπό τό 1916 ἔγινε ἕδρα της), κατά τά ἔτη 1924-1936 στήν μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανῆς καί ἔκτοτε στήν μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης (κατά τά ἔτη 1936-58 ἦταν ἕδρα της). Στά ἔτη 1595 (;)-1604, ὁ Πατριάρχης, κατόπιν παράκλησης τῶν κληρικῶν καί τῶν προκρίτων τῆς περιοχῆς, ἐπέτρεψε στόν παραιτηθέντα ἐπίσκοπο Νεκτάριο νά ἐξακολουθήσει νά λαμβάνει τόν «μισθό του» ἀπό τό Δελβινάκι, τό Σταυροσκιάδι καί τήν Πολίτσανη, ἀλλά ὁ Νεκτάριος ἀθέτησε τήν ὑπόσχεσή του νά φυλάσσει καί νά μήν καταπατεῖ τήν ἐπαρχία του.

Οἱ ναοί τοῦ χωριοῦ ἦσαν τό 1660 δέκα, τό δέ 1909 πέντε (καί οἱ ἱερεῖς 15). Γνωστοί μας ναοί εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κεντρικός. Σύμφωνα μέ τρεῖς ἐπιγραφές ἐπί τοίχων του, κτίσθηκε τό 1619 καί τό 1620, διευρύνθηκε δέ τό 1812 κατόπιν ἀδείας τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Στήν κύρια εἴσοδο καί στήν εἴσοδο τοῦ γυναικωνίτη, χαράχτηκαν οἱ χρονολογίες 1896 καί 1897 ἀντιστοίχως. Πλησίον του βρίσκονται τό κωδωνοστάσιο πού κτίσθηκε τό 1830 καί ἡ κεντρική βρύση πού κτίσθηκε τό 1619 καί διευρύνθηκε τό 1872. Τό 1880 εἶχε εἰσοδήματα 10200 γροσίων ἀπό μύλο, μαγαζί, ἀγρούς καί λειβάδια, ἀλλά ἀδυνατοῦσε νά πληρώσει τούς φόρους.- β) Ἁγίων Θεοδώρων. Πολύ παλιός ναός, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τίς τοιχογραφίες του, πού ὅμως ἔχουν ἀσβεστωθεῖ τό 1945 περίπου, τό καμπαναριό του κτίσθηκε τό 1878.- γ) Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. Κτίσθηκε τό 1837 καί ἀνακαινίσθηκε τό 1871, ὑπῆρξε προγενέστερος ναός πλησίον τοῦ πλατάνου.- δ) Ἁγίου Δημητρίου. Ἀνακαινίσθηκε τό 1846 καί τό 1901.- ε) Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀνακαινίσθηκε τό 1890.- στ) Ἁγίων Ταξιαρχῶν. Ἀνακαινίσθηκε τό 1893.- ζ) Ἁγίου Μηνᾶ. Κτίσθηκε τό 1866.- η) Ἁγίου Νικολάου. Θεωρεῖται ὅτι εἶναι πολύ παλιός.

Στήν ἐδαφική περιοχή τοῦ χωριοῦ, ὑπῆρξαν οἱ ἑξῆς μονές, ἀλλά μετά τόν 18ο αἰώνα διασώθηκαν μόνον οἱ ναοί τους: α) Ἁγίου Ἀθανασίου. Σύμφωνα μέ τρεῖς ἐντοιχισμένες ἐπιγραφές, τό καθολικό κτίσθηκε τό 1790 ἤ τό 1797 καί τό κωδωνοστάσιο τό 1878, ἀλλά πιθανότατα προϋπῆρξε ἄλλο, ἴσως τοῦ 17ου αἰώνα. Σώζονται δύο φορητές εἰκόνες τοῦ 1620 καί ἀρχιερατικός θρόνος τοῦ 1707. Ἐδῶ ἐμόνασαν δύο πρώην μητροπολίτες ἔχοντες τό ὄνομα Μητροφάνης. Λόγω τῆς αἰσχρῆς διαγωγῆς τοῦ τελευταίου ἡγουμένου, οἱ Δελβινακιῶτες τόν ἔδιωξαν καί κατέστρεψαν τά κελλιά γιά νά μήν ξανασυμβοῦν ἀπρέπειες.- β) Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Σύμφωνα μέ γραπτή πηγή, τό καθολικό «ἐκτίσθη ἐκ βάθρων» τό 1790. Ὅμως, μᾶλλον προϋπῆρξε ἄλλο στήν θέση του, διότι σώζονται τρεῖς φορητές εἰκόνες τῶν ἐτῶν 1630, 1679 καί 1696. Ὁ Ἀραβαντινός ἔγραψε τό 1865 ὅτι ὁ Ἀλῆ πασᾶς τό 1812 δέν ἐκτέλεσε τελικά τό σχέδιό του νά κατεδαφίσει τήν μονή.- γ) Προφήτη Ἠλία. Δέν γνωρίζομε πότε ἱδρύθηκε καί πότε ἐγκαταλείφθηκε. Στήν περιουσία της ἀνῆκαν δύο οἰκίες τοῦ χωριοῦ, ἀλλά πωλήθηκαν τό 1889. Τό καθολικό ἀνακαινίσθηκε τό 1864. Φορητή εἰκόνα της φιλοτεχνήθηκε τό 1792.- δ) Ζωοδόχου Πηγῆς, λεγόταν καί μονή Λεπένου ἤ Ἀλέξανδρος. Μνημονεύεται καί σέ ἔγγραφο τοῦ 1730. Οἱ κοινότητες Δελβινακίου καί Ζαραβίνας, πρός διεκδίκηση τῶν δικαιωμάτων τους τό 1886, ζήτησαν λογοδοσία ἀπό τούς «ἐπιτετραμμένους τῆς μονῆς». Τό 1832 καλλιεργοῦσαν τούς ἀγρούς τοῦ Λεπένου οἱ Δελβινακιῶτες καί οἱ μοναχοί τῆς μονῆς. Πρίν ἀπό τό 1866 ἡ μονή ἐγκαταλείφθηκε καί διέμενε σ’ αὐτήν ἕνας φύλακας, ἐνῶ ὁ ἡγούμενος διέμενε στό μετόχι της πού βρισκόταν στήν Ζαραβίνα.

3. Ἕνας ἀπό τούς Δροβιανίτες, τῶν ὁποίων τίς οἰκογένειες εἶχε ἐκτοπίσει στό Δελβινάκι ὁ Ἀλῆ Πασᾶς, δίδαξε σέ παιδιά τοῦ χωριοῦ τήν ἑλληνική γλῶσσα, γιά πρώτη φορά, μέσα σέ ναό. Τό 1810, μέ φροντίδες συγχωριανοῦ ἀποδήμου στήν Ρωσία, ἱδρύθηκε ἑλληνικό σχολεῖο, στό ὁποῖο δίδαξε μέχρι τό 1825 ὁ συγχωριανός ἱερομόναχος Κωνστάντιος Γκιώνης ἤ Φλέντος πού εἶχε σπουδάσει στήν Πόλη, γνώριζε 5 γλῶσσες καί διατρεφόταν στήν μονή Προφήτη Ἠλία, προσέρχονταν δέ μαθητές καί ἀπό τήν Σωπική, τήν Λιντζουριά καί τό Μπεράτι. Κατά τά ἔτη 1826-30 τό σχολεῖο δέν λειτούργησε λόγω τοῦ μεγάλου οἰκονομικοῦ χρέους τοῦ χωριοῦ. Ἀκολούθως δίδαξαν σέ αὐτό ὁ Γ. Γαζῆς (1830-33) καί ἄλλοι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ χωριανοί Κ. Μανδέλης (1853-56), Δημ. καί Παν. Οἰκονόμου, Κων. Ἔξαρχος (1879-1911), Κων. Καρακώστας (1890-93), Δημ. Γκιώκας (1902-09).

Ὡς διδακτήρια χρησιμοποιήθηκαν οἰκίες τοῦ χωριοῦ, μέχρι τό 1875, ὁπότε κτίσθηκε μεγαλοπρεπές κτήριο μέ δαπάνες ἀποδήμων χωριανῶν, οἱ ὁποῖοι χρηματοδότησαν καί ἄλλες ἐκπαιδευτικές ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ. Τό 1905 ὁ Ν. Δεληγιάννης ἐδώρισε βιβλιοθήκη στά σχολεῖα. Ὅμως, ἡ διαχείριση τῶν δωρεῶν καί τῶν κληροδοσιῶν ἦταν συνήθως πλημμελής. Στό χωριό λειτούργησαν: τριτάξιο δημοτικό σχολεῖο καί διτάξια ἀστική σχολή, ἀπό τό 1900 ἑπτατάξια ἀστική σχολή καί ἀπό τό 1882 παρθεναγωγεῖο. Κατά τά ἔτη 1860-1877 ἐδίδασκαν ἕνας δημοδιδάσκαλος καί δύο ἑλληνοδιδάσκαλοι, οἱ δέ ἀπόφοιτοι ἐγγράφονταν στήν β΄ τάξη Γυμνασίου. Τό 1875 οἱ δάσκαλοι ἦσαν δύο καί οἱ μαθητές 105, τό 1896 οἱ δάσκαλοι ἦσαν τρεῖς καί οἱ μαθητές 90, τό 1903 λειτούργησαν σχολεῖα δημοτικό, ἑλληνικό καί παρθεναγωγεῖο μέ τρεῖς δασκάλους, μία δασκάλα καί 160 παιδιά.

https://www.proinoslogos.gr/%CE%B1%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B1/75501-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CE%B2%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%AF%CE%BF%CF%85%E2%80%A6