Απώλειες 24/8/2024
Χρήστος Γιανναράς (1935-2024): «Η Ελλάδα πέθανε και τη σκοτώσαμε εμείς»
Ο σημαντικός Έλληνας διανοητής που έφυγε χθες από τη ζωή δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά και να γράφει για τα παρακμιακά φαινόμενα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής.
Γιάννης Πανταζόπουλος1 ΜΕΡΑ ΠΡΙΝFacebook
«Κατανοούμε τον θάνατο. Δεν τον γνωρίζουμε {…}. Το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο, από την ύπαρξη στην ανυπαρξία ή τη «μετάβαση», αν υπάρχει, σε άλλον τρόπο ύπαρξης, αυτοσυνειδητής, δεν τα γνωρίζουμε {…} Ο θάνατος τού σώματος είναι η απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση, τις χαρές και τις δυσκολίες τής επί γης συμβίωσης. Αυτός ο μεταθανάτιος τρόπος ύπαρξης δεν μπορεί να σημανθεί με τα σημαίνοντα τής γλώσσας που υπηρετεί την επικοινωνία στον παρόντα επίγειο βίο», έγραφε ο Χρήστος Γιανναράς, που έφυγε χθες από τη ζωή στα 89 του χρόνια, στο βιβλίο του «Γρίφος Θάνατος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Αναμφίβολα υπήρξε ένας απ’ τους σημαντικότερους Έλληνες διανοούμενους αλλά και μια εξέχουσα φυσιογνωμία των γραμμάτων και των ανθρωπιστικών σπουδών. Σε όλη τη διάρκεια του βίου του παρέμεινε τολμηρός και μαχητικός. Παρακολουθούσε με έντονο ενδιαφέρον την πορεία της εκπαιδευτικής πολιτικής ενώ αναφερόταν συχνά στο γεγονός ότι ως κοινωνία «δεν εξευρωπαϊζόμαστε αλλά επιμένουμε να πιθηκίζουμε την ευρωπαϊκότητα». Ήταν ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι) και έχει διδάξει Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα άρθρα του δημιουργούσαν αντιδράσεις και προκαλούσαν κύματα αντιδράσεων στον δημόσιο διάλογο. Για πολλούς οι απόψεις τους ήταν ενοχλητικές. Τον χαρακτήρισαν συντηρητικό, δογματικό, ακραίο και θεωρητικό της «νεορθοδοξίας»
Ο λόγος του ήταν σαγηνευτικός, ακριβής και μετρημένος. Με απεριόριστες εκφραστικές ικανότητες, τα κείμενα του ξεχώριζαν για τον γλωσσικό τους πλούτο και την πυκνότητα της γραφής. Αναντίρρητα, ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος, ένας σπουδαίος καθηγητής και ένας ανεξάντλητος συγγραφέας. Παράλληλα, μέσα από την πολυετή συνεργασία του με τις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Καθημερινή», ανήκε στην κατηγορία των επιφυλλιδογράφων που είχαν αποκτήσει φανατικούς φίλους και ορκισμένους εχθρούς.
Με ένα πλούσιο συγγραφικό έργο αλλά και μια μακρά και καταξιωμένη ακαδημαϊκή πορεία στον χώρο της φιλοσοφίας, ως το τέλος της ζωής του δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά και να γράφει για τα παρακμιακά φαινόμενα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Μάλιστα, το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται «Αντιπαλεύοντας την παρακμή», στο οποίο συμπύκνωνε όλα όσα τον ενοχλούσαν. Υποστήριζε ότι οι Έλληνες παρήγαν πολιτισμό, κοινοτικούς και συντεχνιακούς θεσμούς, αξιοπρέπεια, αυτοπεποίθηση, όραμα ιστορικού μέλλοντος. Και θύμιζε ότι τώρα πια παράγουν μόνο μίμηση και μεταπρατισμό, αγλωσσία, παρανάγνωση της Ιστορίας, με ζηλευτό πρότυπο ανάπτυξης τη Σιγκαπούρη. Και πίστευε ακράδαντα ότι αντλούμε ελπίδα, όσο υπάρχουν αντιστάσεις στην ισοπέδωση: Μνημονεύουμε Σεφέρη, Ελύτη, Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Γκάτσο, Πικιώνη, Θεοτοκά.
ADVERTISEMENT
Ο ίδιος ενδιαφερόταν αρκετά για την ελληνική πολιτική, αλλά όχι για το κομματικό σύστημα. Στα κείμενα του αναφερόταν συχνά στα φαινόμενα συλλογικής α-νοησίας, στον εκπαιδευτικό πρωτογονισμό της «απομνημόνευσης», στην εμμονή ως προς την ολέθρια ταύτιση της Παιδείας με τη χρησιμότητα, τη φροντιστηριοποίηση του σχολείου στους σημερινούς Ελληνώνυμους οι οποίοι πάσχουν μόνο ή κυρίως από ξιπασιά, στα ψαλιδισμένα οράματα, την επίδραση της νεωτερικότητας στον ελληνισμό καθώς και την παραφθορά και αλλοίωση της εκκλησιαστικής, λαϊκής ευσέβειας, τον ψευτο-επιστημονισμό σαν άλλοθι μιας ακαδημαϊκής θεολογίας που νεκρώνει την αλήθεια της Εκκλησίας, την χωρίζει από τα υπαρκτά προβλήματα του ανθρώπου αλλά και από την ευχαριστιακή εμπειρία και την άσκηση.
Πριν λίγο καιρό είχαμε συνομιλήσει αρκετές φορές στο τηλέφωνο προκειμένου να τον φιλοξενήσω σ’ ένα απ’ τα επεισόδια της σειράς podcast «Άκου την Επιστήμη». Αν και όπως μου έλεγε οι αντοχές του ήταν μειωμένες λόγω ηλικίας, το μυαλό του παρέμεινε κοφτερό. Εξοργιζόταν με την κομματοκρατία και θεωρούσε ότι «ο συλλογικός μας βίος παραμένει μια πτήση στο τυχαίο». Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα άρθρα του δημιουργούσαν αντιδράσεις και προκαλούσαν κύματα αντιδράσεων στον δημόσιο διάλογο. Για πολλούς οι απόψεις τους ήταν ενοχλητικές. Τον χαρακτήρισαν συντηρητικό, δογματικό, ακραίο και θεωρητικό της «νεορθοδοξίας». Ο ίδιος αδιαφορούσε και δεν δίσταζε να εκφράζει τις αντισυμβατικές και αιρετικές απόψεις του για όλες τις πτυχές της νέας πραγματικότητας.
Πάντοτε τον χαρακτήριζε το ευγενές και μειλίχιο ύφος, τα βιβλία του βρίσκονταν διαρκώς στη λίστα των ευπώλητων και τα γραπτά του πυροδοτούσαν συζητήσεις, διαφωνίες και προβληματισμούς. Επέμενε ότι «Η Ελλάδα πέθανε και τη σκοτώσαμε εμείς» και μιλούσε για μια «παρωδία κράτους που βασίστηκε στις πελατειακές σχέσεις». Αναρωτιόταν διαρκώς αν αφορά τον Έλληνα σήμερα η πολιτική αλλά και πόση σχέση έχει με την πραγματικότητα της ζωής του, με τα πραγματικά του προβλήματα.Facebook Twitter Αναρωτιόταν διαρκώς αν αφορά τον Έλληνα σήμερα η πολιτική αλλά και πόση σχέση έχει με την πραγματικότητα της ζωής του, με τα πραγματικά του προβλήματα. Φωτό: Στάθης Μαμαλάκης / LIFO
Ο ίδιος παρέμενε σθεναρά ανεπηρέαστος από κόμματα και ιδεολογίες. Είτε συμφωνούσες είτε διαφωνούσες με όσα υποστήριζε, ο Χρήστος Γιανναράς ήταν μια δεσπόζουσα προσωπικότητα στην επιστημονική και πνευματική μας ζωή και άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη καθώς και ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα. Για παράδειγμα, το βιβλίο του «Καταφύγιο Ιδεών» παραμένει μια σημαντική μαρτυρία για τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις στη νεότερη Ελλάδα ενώ η επιτυχία του έγκειται στο ότι λειτουργεί ως αρχέτυπη εικόνα των ανθρωπολογικών συνεπειών των παντός είδους ιδεολογικών καταφυγίων. Επιπρόσθετα, «Το Πρόσωπο και ο Έρως» ανήκει στα σημαντικότερα ελληνικά φιλοσοφικά συγγράμματα του 20ου αιώνα και διερευνά το ερώτημα για τη δυνατότητα πρόσβασης του ανθρώπου στην υπερβατική Αιτιώδη Αρχή των υπαρκτών και της ύπαρξης.
Όταν τον ρώτησα στην τελευταία μας συνέντευξη, τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή, εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη μου απάντησε: «Δεν υπάρχει σημαντικότερο πράγμα απ’ το ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς». Για τον ίδιο η κριτική είχε στόχο και όραμα: Να σωθούν σε κάποιες συνειδήσεις μέτρα και όρια γνησιότητας: των σχέσεων κοινωνίας, του αθλήματος της πολιτικής, των ανιχνεύσεων της τέχνης, της χαράς του έρωτα. Θα τον θυμάμαι για την αστική του ευγένεια, το μόνιμο χαμόγελο, την κριτική του στάση, τις μικρές καθημερινές του συνήθειες που διατηρούσε πιστά, την αξιοθαύμαστη συνέπειά του, την αυστηρότητα του ήθους του και τον αυθεντικό τρόπο σκέψης του.
Φυσικά θα εξακολουθώ να καταφεύγω στα αποφθέγματα της σκέψης του που περιέχονται στα πολυάριθμα βιβλία του αλλά και στα αμέτρητα κείμενα του που θα συνεχίσουν να αποτελούν, για πολλούς, μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Τώρα που δεν είναι πια μαζί μας σπεύδω να ανοίξω το βιβλίο του «Πείνα και Δίψα». Στέκομαι στο απόσπασμα που μιλά για το «πώς μένουμε δούλοι στη μιζέρια της καθημερινότητας, μένουμε δούλοι στο πρόσκαιρο και εφήμερο και φθαρτό του κόσμου τούτου. Κλείνουμε όλη τη θέα της ζωής στις χωματερές εκτάσεις της ρουτίνας, γίνεται όλη η ζωή ένας παχύς χωματόδρομος που τον περνάμε έρποντας».
Και συνεχίζει: «Η αιωνιότητα ζει μέσα μας στην κάθε μέρα, στην κάθε ώρα, σαν σύγκριση και σαν νοσταλγία. Ο χαμένος παράδεισος ζει μέσα μας στις στιγμές της μεγάλης χαράς, στο πλησίασμα ενός ανθρώπου, μιας αλήθειας, μιας αγάπης, μιας ομορφιάς. Είναι στιγμές στη ζωή, αυτές που κάνουν τη δίψα μας μαρτύριο και που το νιώθουμε καθαρά πως θ' αρκούσαν, σε μία αέναη παράταση, να μας ξεδιψάσουν για μία αιωνιότητα».
«Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθιά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια. Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε», καταλήγει.