ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ

Η αρτηριακή υπέρταση θεωρείται ένας από τους βασικότερους λόγους που μπορεί να προκληθεί οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο εάν δεν αντιμετωπισθεί σωστά, γι' αυτό άλλωστε απασχολεί όχι μόνο τους γιατρούς ως ιατρικό πρόβλημα αλλά και την κοινωνία ως κοινωνικό πρόβλημα.

Γενικότερα, η αρτηριακή υπέρταση προκαλεί ή και επιταχύνει την αθηροσκλήρωση, η οποία είναι υπεύθυνη για όλα τα ισχαιμικά επεισόδια και τις ισχαιμικές βλάβες των οργάνων και των ιστών.
Έτσι, όταν η αρτηριακή υπέρταση αντιμετωπίζεται σωστά, ο μέσος όρος
επιβίωσης και η νοσηρότητα του πληθυσμούεπηρεάζονται ουσιαστικά. Η
μακροβιότητα και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων που έχουν
καταφέρει να ρυθμίσουν σωστά την αρτηριακή τους πίεση θεωρούνται
δεδομένα.

Ποιες τιμές αρτηριακής πίεσης χαρακτηρίζουμε ως υπέρταση;



Φυσιολογική πίεση
< 120
και
< 80
Προϋπέρταση
120 - 140
ή
80 - 90
Υπέρταση σταδίου 1
140 - 160
ή
90 - 100
Υπέρταση σταδίου 2
> 160
ή
> 100

Η σύγχρονη επιστημονική άποψη είναι ότι η φυσιολογική
αρτηριακή πίεση στους ενήλικες δεν πρέπει να ξεπερνά τα 120 mmHg για τη
συστολική και τα 80 mmHg για τη διαστολική. Η αρτηριακή πίεση είναι
υψηλή και την ονομάζουμε υπέρταση, όταν η συστολική ή η διαστολική ή και
οι δύο αυξάνονται και παραμένουν πάνω από τα όρια 140 και 90 mmHg
αντίστοιχα.

Η αρτηριακή πίεση μεταξύ 120 – 140 mmHg για τη συστολική και 80 – 90
mmHg για τη διαστολική, δηλαδή μεταξύ της φυσιολογικής και της
υπέρτασης, ονομάζεται Προϋπέρταση, επειδή συνδέεται με αυξημένη
πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης στο μέλλον και αφορά μεγάλο μέρος του
γενικού πληθυσμού.

Τι προκαλεί την υπέρταση;

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η υπέρταση είναι αποτέλεσμα του άγχους,
της καθιστικής ζωής, της παχυσαρκίας και γενικά της έντασης. Η
πραγματικότητα είναι ότι ούτε οι γιατροί γνωρίζουν την ακριβή αιτία της
δημιουργίας της, τουλάχιστον για το 90-95% των περιπτώσεων και πιστεύουν
ότιοφείλεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων (κυρίως της
κληρονομικότητας, της καθιστικής ζωής, της παχυσαρκίας, της μακροχρόνιας
πρόσληψης αυξημένης ποσότητας αλατιού, κ.α.), γι’ αυτό και συνήθως
μιλάμε για “πρωτοπαθή υπέρταση” ή “ιδιοπαθή υπέρταση”. Στο μικρό αριθμό
των περιπτώσεων - κάτω από το 10% που η αιτία είναι γνωστή, την
ονομάζουμε “δευτεροπαθή υπέρταση”.

Αιτίες της δευτεροπαθούς υπέρτασης είναι βλάβες των νεφρών, αλλοιώσεις
των αγγείων, ορμονικές διαταραχές και συγγενείς ανωμαλίες. Μερικές από
αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να διορθωθούν με εγχείρηση ή να ελεγχθούν
με φάρμακα.

Άλλες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε φάρμακα. Σ’ αυτές τις
περιπτώσεις η αρτηριακή πίεση επανέρχεται στο φυσιολογικό μετά την
τροποποίηση της δόσης ή τη διακοπή αυτών των φαρμάκων.

Ποια είναι τα συμπτώματα της υπέρτασης;

Η υπέρταση συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα ή προειδοποιητικά σημεία,
αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Συνήθως δε νιώθουμε την
πίεση, ακόμα και όταν είναι ασυνήθιστα υψηλή. Λίγα άτομα μπορεί να
έχουν συμπτώματα, όπως πονοκέφαλο, αδιαθεσία ή ρινορραγία, τα οποία
μπορεί να οφείλονται σε άλλες παθολογικές καταστάσεις.

Οι ρινορραγίες συνήθως δεν οφείλονται στην υπέρταση και στο σύνολο
σχεδόν των περιπτώσεων προέρχονται από τη ρήξη κάποιας φλέβας. H μεγάλη
αύξηση της πίεσης που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι
αποτέλεσμα του πανικού λόγω της αιμορραγίας και μειώνεται μόλις ηρεμήσει
ο ασθενής, χωρίς τη χρήση φαρμάκων. Έτσι η συντριπτική πλειοψηφία των
υπερτασικών δεν γνωρίζει ότι έχει υψηλή αρτηριακή πίεση, εκτός αν τη
μετρήσει τυχαία.

Ποιος πάσχει από υπέρταση;

Θεωρητικά θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Πολλοί πιστεύουν ότι μόνο ο
αγχώδης και νευρικός τύπος ανθρώπου πάσχει. Τα στοιχεία όμως δείχνουν
ότι ακόμη και οι ήρεμοι άνθρωποι μπορεί να έχουν υπέρταση, η οποία
τελικά θεωρείται μια συνηθισμένη ασθένεια.

Οι στατιστικές πάντως δείχνουν ότι οι ακόλουθες καταστάσεις συμβάλλουν με κάποιον τρόπο στην παρουσία ιδιοπαθούς υπέρτασης :

Το οικογενειακό ιστορικό.

Μερικές οικογένειες φαίνεται να πάσχουν με μεγαλύτερη συχνότητα από
υψηλή αρτηριακή πίεση. Αν και οι δύο γονείς έχουν υπέρταση, ο κίνδυνος
να παρουσιάσουν και τα παιδιά τους είναι περίπου 70%.



Η ηλικία.

Η υπέρταση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο
συχνή στους ηλικιωμένους. Σχεδόν οι μισοί άνθρωποι πάνω από την ηλικία
των 65 ετών έχουν υπέρταση, της οποίας η διάγνωση γίνεται συνήθως μεταξύ
των 35 και των 50 ετών.

Το φύλο.

Πριν από την ηλικία των 50 ετών η υπέρταση παρουσιάζεται πιο συχνά στους
άνδρες. Η συχνότητα εμφάνισής της στις γυναίκες αλλάζει μετά την
εμμηνόπαυση, γιατί μειώνεται η φυσική άμυνα που προσφέρουν στον
οργανισμό τα οιστρογόνα και μετά την ηλικία των 50 – 55 ετών πιο πολλές
γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες πάσχουν από υπέρταση.

Η φυλή.

Έχει παρατηρηθεί ότι η υπέρταση είναι πολύ πιο συχνή στη μαύρη φυλή
(σχεδόν τριπλάσια) απ’ ό,τι στη λευκή, για όλες τις ηλικίες μετά την
εφηβεία. Επίσης, για ένα συγκεκριμένο επίπεδο υψηλής αρτηριακής πίεσης,
μεγαλύτερες βλάβες οργάνων συμβαίνουν στα άτομα της μαύρης φυλής απ’
ό,τι της λευκής.

Το σωματικό βάρος.

Η υψηλή αρτηριακή πίεση παρατηρείται συχνότερα σε παχύσαρκα άτομα, τα
οποία αποτελούν πλέον το ένα τρίτο του πληθυσμού στις αναπτυγμένες
χώρες. Απώλεια σωματικού βάρους συνοδεύεται από πτώση της αρτηριακής
πίεσης. Υπολογίζεται ότι στην ηλικία των 40 – 50 ετών οι παχύσαρκοι
παρουσιάζουν πέντε φορές συχνότερα υπέρταση.

Το αλάτι.

Έχει βρεθεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της υπέρτασης και της κατανάλωσης
αλατιού. Ο μέτριος περιορισμός του αλατιού στη διατροφή μας
αποδεδειγμένα μειώνει την αρτηριακή πίεση και οι άνθρωποι που έχουν την
τάση να παρουσιάζουν υψηλή πίεση είναι πολύ πιθανόν να τη χειροτερεύουν
τρώγοντας αλατισμένα φαγητά.

Το άγχος.

Το
άγχος μπορεί να οδηγήσει σε επίμονη υπέρταση, αν και δεν παύουν να
υπάρχουν αμφιβολίες από πολλούς επιστήμονες. Για να εμφανίσει κάποιος
υπέρταση δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος του στρες στο οποίο εκτίθεται,
αλλά και ο τρόπος που το αντιμετωπίζει.

Τα αντισυλληπτικά χάπια.

Τα αντισυλληπτικά αυξάνουν την αρτηριακή πίεση σε μια μερίδα γυναικών,
ιδιαίτερα σε εκείνες με αυξημένο σωματικό βάρος ή με θετικό κληρονομικό
ιστορικό υπέρτασης. Οι γυναίκες αυτές, εκτός του ότι πρέπει να ελέγχουν
τακτικά την πίεσή τους, πρέπει να δοκιμάσουν άλλες μεθόδους αντισύλληψης
μετά από συζήτηση με το γιατρό τους ή σε κέντρα οικογενειακού
προγραμματισμού.

Η εγκυμοσύνη.

Φυσιολογικά, η αρτηριακή πίεση πέφτει στους τρεις πρώτους μήνες της
κύησης, ακόμη και σε γυναίκες που είναι υπερτασικές. Μπορεί να αυξηθεί
όμως αργότερα, προς τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης. Η υπέρταση
που εμφανίζεται κατά την εγκυμοσύνη είναι σοβαρό πρόβλημα για τη μητέρα
και το έμβρυο και χρειάζεται σωστή παρακολούθηση και θεραπεία με
φάρμακα, ιδίως τις εβδομάδες πριν από τον τοκετό. Μετά τον τοκετό
συνήθως η πίεση επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε σοβαρές
περιπτώσεις η έγκυος αναπτύσσει τοξιναιμία της κύησης, μια πολύ
επικίνδυνη κατάσταση για τη ζωή της.

H υπέρταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτεί μεγάλη προσοχή και
ειδική παρακολούθηση, γιατί η επιλογή των φαρμάκων για την καταπολέμησή
της είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι η υπέρταση δεν αποτελεί αντένδειξη για τις γυναίκες που θέλουν να αποκτήσουν παιδί.

Άλλοι παράγοντες ή καταστάσεις που μπορεί να σχετίζονται με την αύξηση
της αρτηριακής πίεσης είναι η μειωμένη σωματική άσκηση, η κατάχρηση
αλκοόλ, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, το κάπνισμα
κλπ.

Γιατί είναι τόσο σημαντική η θεραπεία της υπέρτασης;

Παρ’ όλο που μπορεί να αισθανόμαστε καλά και χωρίς θεραπεία, ο πιο
σημαντικός λόγος αντιμετώπισης της υπέρτασης είναι η παρεμπόδιση των
σημαντικών της επιπτώσεων, που είναι τα καρδιακά και εγκεφαλικά
επεισόδια, η νεφρική ανεπάρκεια, η τύφλωση και γενικά η καταστροφή των
αγγείων. Σύμφωνα με στατιστικές, ακόμη και ήπια υπέρταση μπορεί να
μειώσει το λεγόμενο “προσδόκιμο επιβίωσης”, δηλαδή τα χρόνια που κατά
μέσον όρο προβλέπεται να ζήσουμε. Μπορεί να έχουμε υπέρταση 10 ή και 20
χρόνια χωρίς να έχουμε κάποια συμπτώματα, αλλά μερικές σημαντικές
μόνιμες βλάβες σε διάφορα όργανα του σώματος να έχουν ήδη συμβεί.



Όταν η αρτηριακή πίεση παραμένει σταθερά υψηλή, πιέζει τα τοιχώματα των
αγγείων με επιπρόσθετη δύναμη. Ο μυϊκός χιτώνας των μεγάλων αρτηριών
(π.χ. της αορτής) γίνεται σκληρός και παχύνεται. Έτσι τα αγγεία χάνουν
την ελαστικότητά τους, ο αυλός γίνεται στενότερος και τα τοιχώματα πιο
δύσκαμπτα. Η στένωση των αγγείων έχει συνέπεια την περαιτέρω αύξηση της
αρτηριακής πίεσης και βέβαια τη μείωση της προσφοράς αίματος στα ζωτικά
όργανα και επομένως τη δυσλειτουργία τους. Όσο μεγαλώνουμε εξάλλου, οι
αρτηρίες σκληραίνουν και χάνουν την ελαστικότητά τους. Η υπέρταση
επιταχύνει τη διαδικασία της σκλήρυνσης στα μεγάλα αλλά και στα μικρά
αγγεία. Όσο συνεχίζεται αυτός ο κύκλος, αυξάνεται και ο κίνδυνος
τωνσοβαρών επιπλοκών.

Η υψηλή αρτηριακή πίεση δυσχεραίνει την προσπάθεια της καρδιάς να
προωθήσει το αίμα, ειδικά όταν έχουμε παχυσμένα και στενωμένα αγγεία και
την αναγκάζει να συστέλλεται εντονότερα. Τελικά, αυτή η υπερπροσπάθεια
της καρδιάς καταλήγει πρώτα στην υπερτροφία των τοιχωμάτων της, η οποία
από μόνη της είναι επικίνδυνη για ανάπτυξη καρδιαγγειακών επιπλοκών και
στη συνέχεια στην ελάττωση της ικανότητας του καρδιακού μυός να
κυκλοφορήσει το αίμα, μια κατάσταση που ονομάζεται “καρδιακή
ανεπάρκεια”.

Σε ποιες τιμές πίεσης στοχεύουμε θεραπεύοντας την υπέρταση;

Είναι σημαντικό να διατηρείται η αρτηριακή πίεση σε τιμές μικρότερες του
140 mmHg για τη συστολική και 90 mmHg για τη διαστολική. Όταν
συνυπάρχουν άλλες παθήσεις, κυρίως νεφρική ανεπάρκεια ή σακχαρώδης
διαβήτης, είναι σωστό η πίεση να διατηρείται σε ακόμη χαμηλότερες τιμές
(<130/80 mmHg). Σε ηλικιωμένους ασθενείς ο στόχος πρέπει να είναι ο
ίδιος, όπως και στους νεότερους, δηλαδή 140/90 mmHg. Πολλές φορές αυτό
δεν επιτυγχάνεται εύκολα, κυρίως όταν η συστολική πίεση είναι πολύ
μεγάλη.

Αν είμαστε υπέρβαροι…

Η παχυσαρκία υποβάλλει την καρδιά μας σε ένα επιπλέον φορτίο. Ακόμη και
κατά την ανάπαυση ένα υπέρβαρο σώμα επιβαρύνει κατά πολύ την καρδιακή
λειτουργία, γιατί χρειάζεται περισσότερο οξυγόνο.

Η πιθανότητα καρδιακής προσβολής και θανάτουαπό καρδιακές παθήσεις είναι
πολύ μεγαλύτερη σε ανθρώπους παχύσαρκους από ό,τι σε ανθρώπους που
έχουν φυσιολογικό βάρος. Οι υπέρβαροι είναι πιο πιθανό να πάσχουν από
υπέρταση και συχνά έχουν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, καταστάσεις που
αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις.

Οι στατιστικές δείχνουν ότι έχουμε πτώση της αρτηριακής πίεσης με την
απώλεια βάρους, ακόμη και λίγων κιλών, και ότι η πίεση παραμένει
φυσιολογική, εφόσον δεν ξαναπάρουμε τα πρόσθετα κιλά. Επί πλέον, η
απώλεια βάρους ενισχύει τη δράση των αντιυπερτασικών φαρμάκων και
διευκολύνει τον έλεγχο των άλλων παραγόντων κινδύνου, όπως ο σακχαρώδης
διαβήτης και η δυσλιπιδαιμία.

Μερικές φορές η απώλεια βάρους μπορεί να είναι η μόνη απαιτούμενη
θεραπεία για την πτώση της πίεσης. Τα ανορεκτικά φάρμακα πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή, γιατί πολλά από αυτά αυξάνουν την αρτηριακή
πίεση. Οι κακές διατροφικές συνήθειες αποτελούν την πιο συνηθισμένη
αιτία της παχυσαρκίας. Οι συνήθειες αυτές δύσκολα μπορούν να αλλάξουν,
ιδίως αν δεν υπάρξει βοήθεια από γιατρούς και διαιτολόγους.

Οι διαιτολόγοι μπορούν να μας βοηθήσουν: Θέτοντας ρεαλιστικούς στόχους
για το πόσα κιλά πρέπει να χάνουμε από εβδομάδα σε εβδομάδα και από μήνα
σε μήνα. Συνιστώντας τις τροφές που πρέπει να προτιμάμε και
υποδεικνύοντας αυτές

που πρέπει να αποφεύγουμε. Προτείνοντας φαγητά υγιεινά, χαμηλής
θερμιδικής αξίας, που διατηρούν τη νοστιμιά τους. Εξηγώντας τους λόγους
για τους οποίους πολλές επιθετικές και πολλά υποσχόμενες δίαιτες σπάνια
βοηθούν. Ο ασφαλέστερος και ευκολότερος τρόπος για να χάσουμε βάρος και
να μην το ξαναπάρουμε είναι η αυτοσυγκράτηση, η σωστή καθοδήγηση και η
αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών, που πρέπει να είναι υγιεινές.

Η μέτρηση της πίεσης στο σπίτι.

Η μέτρηση της πίεσης στο σπίτι βοηθά προκειμένου να γίνει διάγνωση της
υπέρτασης, αλλά και στη συνέχεια για την παρακολούθηση της θεραπείας
της.

Για να αξιολογηθεί σωστά πρέπει να γίνονται πολλές μετρήσεις σε
διαφορετικές ημέρες, σε συνθήκες ηρεμίας και να υπολογίζεται ο μέσος
όρος τους. Μεμονωμένες μετρήσεις δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, γιατί μπορεί
να μην αντιπροσωπεύουν την πραγματική πίεση. Μετρήσεις σε συνθήκες
άγχους, πονοκεφάλου, πανικού, στενοχώριας, ζάλης κ.λπ. πρέπει να
αποφεύγονται, επειδή είναι παραπλανητικές.

Πριν από την επίσκεψη στο γιατρό, συνήθως συνιστάται να γίνονται
μετρήσεις κάθε δεύτερη μέρα (κατά προτίμηση εργάσιμη), σε διάστημα
τουλάχιστον δύο εβδομάδων και κατόπιν να υπολογίζεται ο μέσος όρος τους.

Για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της πίεσης στο σπίτι είναι συνήθως
αρκετές μία έως δύο μετρήσεις την εβδομάδα. Η καθημερινή μέτρηση της
πίεσης δεν είναι αναγκαία παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και για
πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας είναι
κατάλληλη για τη μέτρηση της πίεσης. Είναι σωστό να τη μετράμε σε
διαφορετικές ώρες, να σημειώνουμε τις τιμές της πίεσης και να τις
δείχνουμε στο γιατρό. Συνήθως συνιστάται να γίνονται μετρήσεις δύο φορές
την ημέρα: το πρωί (αν χορηγούνται φάρμακα, πριν από τη λήψη τους) και
το απόγευμα. Κάθε φορά γίνονται διπλές ή τριπλές μετρήσεις σε καθιστή
θέση και με μεσοδιάστημα ενός λεπτού μεταξύ των μετρήσεων.

Κατά κανόνα η πίεση στο σπίτι είναι χαμηλότερη απ' ό,τι στο ιατρείο και
θεωρείται φυσιολογική όταν ο μέσος όρος μερικών μετρήσεων είναι κάτω από
130 mmHg για τη συστολική και κάτω από 80 mmHg για τη διαστολική.

Μαθαίνοντας να ζούμε … με την υπέρταση

Μόλις διαπιστώσουμε ότι έχουμε υπέρταση και ότι χρειαζόμαστε θεραπεία, ας έχουμε υπόψη ότι:

Η αρτηριακή πίεση δεν έχει συμπτώματα. Μετράμε τακτικά την πίεσή μας και

συστήνουμε το ίδιο στην οικογένεια και τους φίλους μας.

Η συνεργασία με το γιατρό μας είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη ρύθμιση της

αρτηριακής πίεσης και κατ’ επέκταση την πρόληψη των επιπλοκών τηςυπέρτασης.

Αρχίζουμε τη θεραπεία και τη συνεχίζουμε, ακόμη και όταν
αισθανόμαστε καλά, γιατί η υπέρταση οδηγεί σε άλλα σοβαρότερα προβλήματα
υγείας, που δύσκολα θεραπεύονται.

Αφήνουμε τον εαυτό μας να συνηθίσει στο φάρμακο. Αυτό ίσως
χρειαστεί μερικές εβδομάδες, το αποτέλεσμα όμως συνήθως μας ανταμείβει.
Δεν πρέπει να μας δυσαρεστεί το γεγονός ότι είναι αναγκαίο να παίρνουμε
φάρμακα για όλη μας τη ζωή.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το κέρδος από τη ρύθμιση της αρτηριακής
πίεσης είναι μεγαλύτερο από τις μικρές και παροδικές παρενέργειες που
μπορεί να προκαλέσουν τα φάρμακα.

Αλλάζοντας τη διατροφή και γενικότερα τον τρόπο ζωής μας μπορεί
να περιορίσουμε την ανάγκη λήψης φαρμάκων για τον έλεγχο της υπέρτασης.

Βελτιώνουμε τη συναισθηματική και τη φυσική μας κατάσταση.

Και το πιο σημαντικό:

Βοηθάμε τον εαυτό μας, για να ζήσουμε περισσότερα χρόνια υγιείς.
Πηγή:http://ikaalexandras.blogspot.com/