Ιστορία της Ηπείρου

Λεπτομερής ιστορική αναφορά για την Ήπειρο είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Οι αρχαίες πήγες που κάνουν αναφορά στην Ήπειρο είναι ελάχιστες και όσες διασώζονται, δυστυχώς δεν τεκμηριώνουν μια ολοκληρωμένη και σαφή εικόνα.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους είναι πως, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα όπου επικράτησε το πρότυπο της πόλης-κράτους, οι κάτοικοι της Ηπείρου, λόγω της γεωφραφικής μορφής και θέσης της, ζούσαν κυρίως σε μικρές πόλεις και χωριά, ευπαθή και εκτεθημένα στις πολύ συχνές βαρβαρικές εισβολείς από το Βορά. Οι εισβολείς, κατά τη διάρκεια των αιώνων μετέβαλαν αναρίθμητες φορές τη δομή και τη μορφή της Ηπείρου, καθιστόντας το μακρινό παρελθόν της, σκοτεινό και δυσπρόσιτο.

Σύμφωνα με τις ελάχιστες αναφορές και στοιχεία, η Ήπειρος κατοικείται από τα παλαιολιθικά χρόνια. Εκείνη την εποχή, οι κάτοικοί της ήταν κυρίως κυνηγοί και ποιμένες. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της περιόδου, είναι οι μεγάλoι τύμβοι στους οποίους θάβονταν οι ηγέτες της εποχής. Οι τύμβοι αυτοί είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνους που κατασκευάστηκαν αρκετά αργότερα από τους Μυκηναίους, ένα γεγονός που βέβαια δεν είναι τυχαίο, και το οποίο μαρτυρά τη συγγένεια μεταξύ των Ηπειρωτών των παλαιολιθικών και νεολιθικών χρόνων, και των Μυκηναίων της εποχής του Χαλκού. Μερικά από τα ευρήματα της περιόδου που σώζονται, είναι το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ποταμού και το Μαντείο της Δωδώνης.




Μαντείο της Δωδώνης

Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων Ελλήνων ιστορικών, τα Ηπειρωτικά φύλα συνιστούνται από τους Χάονες, Θεσπρωτούς, Μολοσσούς, Κασωπαίους, Αμφιλόχους, Αθαμάνες, Αίθικες, Τυμφαίους, Παρωραίους και οι Ατιντάνες. Από αυτούς, τον 5ο π.Χ. αιώνα, κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή η πιο ισχυρή φυλή, αυτή των Μολοσσών, η οποία ονόμασε και τη χώρα της Μολοσσία. Από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, οι Μολοσσοί συμμάχησαν με τους Μακεδόνες, και το Μακεδονικό Βασίλειο. Βασιλιάς της Ηπείρου τότε, ήταν ο Μολοσσός Αρύββας. Μετά τη συμμαχεία των Μολοσσών με τους Μακεδόνες, η ανηψιά του Βασιλιά Αρύββα, πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Β’, και έφεραν στον κόσμο τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο θάνατος του Αρύββα, έφερε στο θρόνο τον Αλέξανδρο Α’ της Ηπείρου. Μετά ακολούθησε ο Αιακίδης, στη συνέχεια ο Κάσσανδρος της Μακεδονίας, και το 295 π.Χ. ο γιος του Αιακίδη, Πύρρος, γνωστός και ως «Πύρρος της Ηπείρου».




Ο Πύρρος της Ηπείρου
Ο Πύρρος ήταν αυτός που απελευθέρωσε για πρώτη φορά τους Ηπειρώτες από τους Μακεδόνες. Και οι αγώνες του επεκτάθηκαν και εκτός συνόρων. Για έξι συναπτά έτη, πολέμησε ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην Νότια Ιταλία και Σικελία. Υπό την βασιλία του Πύρρου, η Ήπειρος, μέσα σε ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μεταμορφώθηκε σε ένα σημαντικό κράτος και ισχυρή δύναμη του τότε γνωστού κόσμου. Ο Πύρρος ήταν αυτός που κατάφερε να δημιούργησε μια μεγάλη και ενιαία Ήπειρο, και να τη βγάλει ολοκληρωτικά από την αφάνεια και τον μαρασμό.

Έναν αιώνα αργότερα, στις αρχές του 2ου π.Χ. αι., η Ήπειρος βρέθηκε στο επίκεντρο του Γ’ Μακεδονικού Πολέμου. Οι Μολοσσοι τάχθηκαν υπέρ των Μακεδόνων, ενώ οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί πήραν το μέρος των Ρωμαίων. Οι συνέπειες όμως του διχασμού θα ήταν καταστροφικές. Ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος, για να εκδικηθεί για τους πολέμους που έκανε ο Πύρρος κατά της Ρώμης, κατέστρεψε την Ήπειρο. Η φυλή των Μολοσσών υποτάχθηκε, 150.000 κάτοικοι έγιναν σκλάβοι, 70 πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς, και ολόκληρη η περιοχή λεηλατήθηκε αγριότατα. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Ήπειρος έχασε την ανεξαρτησία της, και το 146 π.χ. έγινε ρωμαϊκή επαρχία και μετονομάστηκε σε «Παλαιά Ήπειρο». Σταδιακά, ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά και η περιοχή εισήλθε και πάλι σε μια μακρά περίοδο παρακμής.

Πεντέμιση αιώνες αργότερα, το 395μ.Χ., μετά την καταστροφή και διέραιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική, η Ήπειρος πέρασε στα χέρια της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου (Ανατολικού) κράτους. Τα στοιχεία, τόσο της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας (από το 146π.Χ. μέχρι και το 395μ.Χ.), όσο και της βυζαντινής περιόδου (από το 395μ.Χ. μέχρι και το 1204μ.Χ.), είναι πραγματικά ελάχιστα και δεν βοηθούν καθόλου την ιστορική έρευνα. Το χρονικό διάστημα δε, καλύπτει συνολικά περισσότερο από μια χιλετηρίδα! Μια τεράστια χρονική περίοδο, κατά την οποία στην Ήπειρο επικρατούσε η απόλυτη αμάθεια, ερήμωση και εξαθλίωση. Χωρίς καμία προστασία από το Βυζάντιο, οι αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φυλών κατά τη βυζαντινή περίοδο, έφεραν την Ήπειρο στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Γότθοι, Βουλγάροι και Σέρβοι προξένησαν τεράστιες καταστροφές. Χαρακτηριστικά, οι Νορμανδοί που αποβιβάστηκαν το 1185 στο Δυρράχιο (σημερινή Αλβανία), μπήκαν στην Ήπειρο και κατέστρεψαν τα Ιωάννινα.

Ο επόμενος σταθμός έρχεται το 1204 μ.Χ., όπου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, ο Δούκας Μιχαήλ Α’ Κομνηνός, κατέλαβε την Ήπειρο και ίδρυσε το ανεξάρτητο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, περιλάμβανε εκτός από την Ήπειρο, περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, της Αλβανίας και της Πρώην Γιουκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ήταν μια σύντομη χρονική περίοδος, κατά την οποία άρχισε και πάλι να διαφαίνεται ένα αμυδρό φως ανάπτυξης της περιοχής.

Το 1318 μ.Χ., την περιοχή θα κατακτούσαν Σέρβοι, Βενετοί και Αλβανοί, λίγο πριν η Ήπειρος επιστρέψει και πάλι στον έλεγχο του Βυζαντίου, το 1359 μ.Χ., και λίγο αργότερα στα χέρια της οικογένειας των Τόκκων, Ιταλών που κατάφεραν να αναδειχθούν κατά την περίοδο της Φραγγοκρατίας στον ελλαδικό χώρο.

Από τον 14ο αι. μ.Χ. και μετά, αρχίζει σταδιακά η κατάκτηση από τους Οθωμανούς. Παράλληλα, κατεβαίνουν και εγκαθίστανται στην Ήπειρο, διάφορες Αλβανικές φυλές. Μέχρι εκείνη την περίοδο, οι Αλβανοί του Βορρά ήταν Ορθόδοξοι. Με την έναρξη της Τουρκοκρατίας όμως, άρχισαν ομαδικά να εξισλαμίζονται. Δεν είναι λίγες οι αναφορές που υπάρχουν για τις θηριωδίες των Αλβανικών φυλών εις βάρος του Ορθόδοξου Ελληνικού πληθυσμού της περιόδου. Μέχρι και τις αρχές του 15ου αιώνα, οι Αλβανοί ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι και δυνάστες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Η Οθωμανική περίοδος ήταν μια εξαιρετικά επώδυνη περίοδος, τόσο για την Ήπειρο, όσο και για την υπόλοιπη Ελλάδα. Όλες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις παραχωρήθηκαν στους μουσουλμάνους εποίκους, και πάρα πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, προς εύρεση ενός καλύτερου μέλλοντος.

Το επόμενο, και ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Οθωμανικής περιόδου στην Ήπειρο, έρχεται το 1760, όταν ο Αληζότ Πασάς κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του. Σύντομα, η Ηπειρος και η Μέση Αλβανία θα υπέκυπταν ολοκληρωτικά, και θα γίνονταν φόρου υποτελείς. Παράλληλα, εμφανίζεται και ο Εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος με τα κηρύγματά του και την απαράμιλλη δράση του, κατάφερε να διατηρήσει ακμαία, το ηθικό, την πίστη και το φρόνημα των Ελλήνων σκλάβων. Το 1788, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει σταδιακά να παρακμάζει, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Αληζότ Πασά από την πόλη, χρέη πασά στα Ιωάννινα, αναλαμβάνει ο Τουρκαλβανός (Μουσουλμάνος Αλβανός) Αλή Πασάς από το Τεπελένι. Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής, που θα έμενε στην ιστορία ως Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων, υπήρξε ένας πανέξυπνος διπλωμάτης. Η περίοδος αυτή αποτελεί και σταθμό στην ιστορία της Ηπείρου. Ο Αλη Πασάς (1741-1822) υπήρξε μια ισχυρότατη προσωπικότητα και εάν δεν προέβαινε σε ορισμένες απάνθρωπες πράξεις, θα έμενε στην ιστορία ως μεγάλος αναμορφωτής.




Ο Αλή πασάς Τεπελένλης των Ιωαννίνων
Σύντομα όμως οι πανούργες προσπάθειές του για να αποκτήσει περισσότερη επιρροή, προκάλεσαν την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος διέταξε και τον θανάτό του, που τελικά ήρθε τον Ιανουάριο του 1822, μέσα στο μοναστήρι του Αγ. Παντελεήμονα, στο νησάκι της Λίμνης των Ιωαννίνων. Κατά την περίοδο του Αλή Πασά, η πόλη των Ιωαννίνων γνώρισε το απόγειο της ακμής της. Θα έπρεπε να περάσουν τρεις ολόκληροι αιώνες σκλαβιάς, μέχρι οι πρώτες αμιδρές ακτίνες φωτός να ξεπροβάλουν και πάλι δειλά στον ορίζοντα. Και αυτές οι ακτίνες έμελλε να είναι οι δραστήριοι και θαρραλαίοι έμποροι από τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο και το Ζαγόρι, οι οποίοι κατάφεραν να επανακάμψουν, συνεχίζοντας και αναπτύσσοντας τις εμπορικές τους δραστηριότητες, με σημαντικά εμπορικά και οικονομικά κέντρα της Ευρώπης, εκείνης της εποχής. Χρηματοδότησαν την ανέγερση ιδρυμάτων, σχολείων και βιβλιοθηκών. Εκείνη οι έμποροι, ήταν και οι πιο σημαντικοί εθνικοί ευεργέτες. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να λέμε πως η Ήπειρος αποτέλεσε μια από τις περιοχές της επικράτειας που καλλιέργησαν εντονότατα τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Από τότε έχει μείνει γνωστή και η έκφραση ότι τα Ιωάννινα είναι: «πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα».

Στα επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων, οι Ηπειρώτες ήταν από τους πρωτοστάτες. Και κατά τον ξεσηκωμό, πρόσφεραν πολλές υπηρεσίες, χρήματα και αίμα. Ο Νικόλαος Σκουφάς (από την Άρτα) και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (από τα Ιωάννινα), δύο από τα τρία μέλη της Φιλικής εταιρείας, που προετοίμασε το έδαφος για την Επανάσταση του ’21, ήταν Ηπειρώτες. Δυστυχώς όμως, η Ήπειρος, ακόμα και μετά το ’21, παρέμεινε υπό του ζυγού των Τούρκων, και δεν κατάφερε περιέλθει στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Αισίως, με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1881, η Άρτα κατάφερε και πέρασε στην Ελλάδα. Και λίγο αργότερα, με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, τα ελληνικά στρατεύματα έθεσαν τέλος και στην τουρκική κυριαρχία στην Ήπειρο. Σύμφνα με την απόφαση όμως των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, και ιδιαίτερα μετά από τις πιέσεις πολλών Ιταλών διπλωματών, το Βόρειο τμήμα της Ηπείρου, όπως για παράδειγμα οι περιοχές της Κορυτσάς και του Αργιροκάστρου, επιδικάστηκαν στο νεοσύστατο τότε Αλβανικό κράτος. Την επόμενη χρονιά, ο ελληνικός στρατός αποχώρησε από την Βόρεια Ήπειρο. Οι ξεχασμένοι Βορειοηπειρώτες, στις 17 Φεβρουαρίου 1914, συγκρότησαν τη δική τους αυτόνομη κυβέρνηση, την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείας Ηπείρου», η οποία κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις αλλεπάλληλες επιθέσεις της αλβανικής χωροφυλακής καθώς και πολλών Αλβανών ατάκτων



Η ανακήρυξη της «Αυτόνομης της Βορείου Ηπείρου» στο Αργυρόκαστρο
Το Μάϊο του 1914, υπεγράφη, μεταξύ των δύο πλευρών, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, σύμφωνα με το οποίο η Αλβανία αναγνώριζε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, καθώς και τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των κατοίκων της.

Η πρώτη ευκαιρία που δώθηκε στους Έλληνες να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη, ήρθε λίγα μόλις χρόνια μετά. Με την έναρξη του Ά Παγκόσμιου Πόλεμου, ο ελληνικός στρατός μπήκε και πάλι στη Βόρειο Ήπειρο, όμως λόγω του Εθνικού Διχασμού (1914-1917) μεταξύ του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, σχετικά με την συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον πόλεμο, τελικά την «πρόλαβαν» οι Ιταλοί, το 1916. Οι νέες συζητήσεις στην Διάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι του 1919, επιδίκασαν και πάλι την περιοχή στην Ελλάδα. Οι μεγάλες όμως πιέσεις των Ιταλών, καθώς και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922 («Μικρασιατική Εκστρατία» ή «Πόλεμος της Μικράς Ασίας»), οδήγησαν τελικά στην προσάρτηση της Β. Ήπειρου στην Αλβανία, το 1924. Είκοσι έξι χρόνια μετά, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την προέλαση του ελληνικού στρατού κατά του Ιταλικού, από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι και το Μάρτιο του 1941, η Β. Ήπειρος απελευθερώθηκε και πάλι. Η ελληνική αντεπίθεση προς τα βόρεια, που έφτασε μέχρι και την Αυλώνα, είχε τεράστια σημασία και σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς ήταν η πρώτη νίκη επί του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θορυβημένα όμως από την επερχόμενης μεγάλη επίθεση των Γερμανών να πλησιάζει, τα ελληνικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τα μετόπισθεν. Οι Ιταλοί στο μεταξύ ανέκαμψαν, και μετά την επίθεση των Γερμανών, τον Απρίλιο του 1941, ακολούθησε η συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Η Ήπειρος, κατά στην περίοδο της κατοχής, ανήκε στην Ιταλική ζώνη, ενώ αργότερα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, πέρασε στη Γερμανική ζώνη. Στα βουνά την Ηπείρου, εκτός του ελληνικού στρατού, σκληρές μάχες κατά των δυνάμεων του Άξονα, έδωσαν και οι δυνάμεις της εθνικής αντίστασης, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ. Δυστυχώς όμως, πριν καν αποχωρήσουν ολοκληρωτικά οι Γερμανοί από την περιοχή, μεταξύ των αλληνικών δυνάμων της αντίστασης επικρέτησε ο διχασμός, σημαίνοντας την έναρξη του αδελφοκτόνου και καταστρεπτικού εμφυλίου σπαραγμού, που είχε τραγικά αποτελέσματα για τη χώρα.

Η Ήπειρος, μεταπολεμικά, υπήρξε μια από τις πιο παραμελημένες, οικονομικά, περιοχές της χώρας. Πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου, εγκατέλειψαν τα χωριά τους και εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα του νομού. Οι ακριτικές περιοχές παραμελήθηκαν, ερημώθηκαν, και έδωσαν τη θέση τους στην ασφυκτική αστυφιλία των κέντρων. Επίσης, άρχισε να μειώνεται και ο αριθμός των κατοίκων, με τα σχολεία να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, από έλλειψη μαθητών. Πολλοί κάτοικοι όμως, έφυγαν και για το εξωτερικό. Σήμερα, σχεδόν παντού μπορείς να βρεις έναν Ηπειρώτη. Η αποδημία υπήρξε κατάρα, αλλά υπήρξε συγχρόνως και ευλογία. Πολλοί απόδημοι Ηπειρώτες, αναδείχτηκαν σε μεγάλους Ευεργέτες του Έθνους. Διότι η ευφυΐα τους και ο μόχθος στα ξένα, τους έδωσαν τη μοναδική ευκαιρία να τιμήσουν την καταγωγή τους. Η αγάπη και η νοσταλγία για τη γενέτειρα, ήταν, είναι, και θα συνεχίσει να είναι ένας αχώριστος σύντροφος του ταξιδεμένου Ηπειρώτη.