Ηπειρώτικη Μουσική

Το δημοτικό Ηπειρώτικο τραγούδι, όπως το ξέρουμε σήμερα, έχει ιστορία δύο αιώνων. Πριν από αυτή την περίοδο, η μουσική ήταν φωνητική και συνοδευόταν από μια φλογέρα ή κάποιο κρουστό, όπως το νταούλι και το ντέφι. Η «σημερινή» ηπειρώτικη μουσική, χαρακτηρίζεται και ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη, λόγω του μελωδικού χρώματος που την περιβάλλει. Οι μελωδικές γραμμές είναι σύντομες και ο ήχος λυπητερός. Ακόμα και εύθυμα τραγούδια, ηχούν «βαριά». Η λιτότητα και αγριότητα του βραχώδους και ορεινού τοπίου της Ηπείρου, αντανακλάται επακριβώς στο ύφος της μουσικής της περιοχής. Κάθε πληθωρικότητας είναι περιττή.

Η φλογέρα
Ένα από τα κύρια ηπειρώτικα όργανα, και διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα,
είναι η φλογέρα. Συγγενής του αρχαιοελληνικού αυλού, η φλογέρα συνήθως συνοδεύει το παραδοσιακό τραγούδι, αλλά πολλές φορές εμφανίζεται και σε «σόλο». Η φλογέρα είναι απλή στην σύλληψη και στην κατασκευή της. Συνήθως φτιάχνεται από καλάμι, και έχει 5 με 7 οπές πάνω στο στέλεχός της. Ο υπολογισμός των αποστάσεων δεν είναι ακριβής, ώστε το «κούρδισμα» να γίνεται από τα δάχτυλα του οργανοπαίκτη, ανάλογα με τον κάθε σκοπό, την ώρα ακριβώς που παίζει. Συνεπώς, η φλογέρα δεν ανταποκρίνεται στο «δυτικό» σύστημα μουσικής που γνωρίζουμε σήμερα, με συγκεκριμένους τόνους και ημιτόνια. Με αυτόν τον τρόπο, τα διαστήματα είναι είτε μικρότερα είτε μεγαλύτερα του ημιτονίου, γεγονός χάρη στο οποίο παράγεται και το χαρακτηριστικό ηπειρώτικο ύφος.

Το κλαρίνο
Ίδιο ύφος ακολουθεί και το κλαρίνο, ως διάδοχος της φλογέρας, που ήρθε από τη Δύση στις αρχές του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση με τη φλογέρα, το κλαρίνο έχει «κλειδιά» και είναι κουρδισμένο σε Ντο ή Σι ύφεση. Η κατασκευή του είναι πιο απλή από του κλαρίνου της συμφωνικής ορχήστρας, καθώς έχει λιγότερα κλειδιά και αρκετές ακάλυπτες οπές, χάρη στις οποίες μπορεί να υιοθετήσει της τεχνικές της φλογέρας.

Το βιολί
Το βιολί όπως και το κλαρίνο, είναι και αυτό ένα όργανο δυτικής προέλευσης, που όμως σε αντίθεση με το κλαρίνο, δεν διαφέρει από αυτό της συμφωνικής ορχήστρας. Ο ρόλος του μέσα στο μουσικό σχήμα είναι συμπληρωματικός αλλά και αυτοσχεδιαστικός. Στο Ηπειρώτικο τραγούδι, το βιολί χρησιμοποιεί συνήθως τις πιο χαμηλές νότες του, και χάρη στις διπλές χορδές του, παίζει επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα. Επίσης, καθώς δεν διαθέτει τάστα που να καθορίζουν συγκεκριμένα διαστήματα (όπως και η φλογέρα), χρησιμοποιεί την ιδιαιτερότητα της φλογέρας αλλά και του κλαρίνου σε ό,τι αφορά τις αλλοιώσεις των διαστημάτων. Με τη διαφορά βέβαια πως στην περίπτωση του βιολιού, η τεχνική του glissando (γλυστρίματος) είναι αρκετά πιο εύκολη.

Το λαούτο
Το λαούτο (ή λαγούτο) είναι το μοναδικό πολυφωνικό όργανο του Ηπειρωτικού μουσικού σχήματος. Έχει κυρίως συνοδευτικό ρόλο, συχνά όμως συμμετέχει στις εισαγωγές, και ακόμα πιο συχνά στον αυτοσχεδιασμο. Και αυτό, όπως και το βιολί, έχει τέσσερις διπλές χορδές.

Το ντέφι
Το ντέφι αποτελεί το μοναδικό κρουστό όργανο. Ρόλος του είναι να διατηρεί το ρυθμό του τραγουδιού, και να υπογραμμίζει τα βήματα στο χορό.

Το πολυφωνικό τραγούδι
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της Ηπειρώτικης μουσικής και τραγουδιού, αποτελεί το πολυφωνικό Πωγωνίσιο τραγούδι, που συναντάται μόνο στα βόρεια του νομού της Ηπείρου καθώς και στην Αλβανία, και πουθενά αλλού σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το πολυφωνικό τραγούδι, χαρακτηρίζεται από τις τρεις ανεξαρτήτες μελωδικές γραμμές του, που αντιστοιχούν και σε ισάριθμους τραγουδιστικούς ρόλους:
1) Η πρώτη ή κύρια μελωδία εκτελείται από τον πάρτη. Ο πάρτης είναι αυτός που αρχίζει (παίρνει) το τραγούδι, και ο μοναδικός που τραγουδά ευκρινώς όλους τους στίχους, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη που χρησιμοποιούν μερικές συλλαβές.
2) Η δεύτερη μελωδία εκτελείται από τον γυριστή, που «γυρίζει» την μελωδική του γραμμή σε σχέση με του πάρτη, και τον κλώστη, που κλώθει την μελωδική του γραμμή πάνω στη μελωδία του πάρτη.
3) Η τρίτη μελωδική γραμμή εκτελείται από τον ισοκράτη, που όμως δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο ένας. Ο (οι) ισοκράτης(-ες) τραγουδάει ένα σταθερό, αυστηρά πάνω στην τονική της μελωδίας του πάρτη.
4) Η τέταρτη μελωδική γραμμή (εμφανίζεται στον 20 αιώνα), τραγουδιέται από έναν εκ των ισοκράτων, που λέγεται ρίχτης, και ο οποίος «κόβει» την μελωδία του παρτή, ρίχνοντας απότομα και κοφτά τη μελωδία. Στο διάστημα που ακολουθεί, ο παρτής έχει το χρόνο να ξεκουραστεί και να προετοιμαστεί για τη συνέχεια του τραγουδιού.