Στυτική δυσλειτουργία: Πως η κακή ποιότητα ύπνου γίνεται η αιτία της πάθησης
Πλήθος κινδύνων για την υγεία μπορεί να προκαλέσει η κακή ποιότητα ύπνου στους άνδρες άνω των 16 ετών. Οι επιστήμονες την είχαν παλαιότερα συσχετίσει με δυσκολία συγκέντρωσης, με έλλειψη ενέργειας και με παρορμητικές συμπεριφορές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τελευταίες μελέτες, όμως, δείχνουν ότι οι κίνδυνοι είναι πιο σοβαροί. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, η κακή ποιότητα ύπνου και η νυκτουρία, που αποτελεί συχνά την αιτία της, δύναται να προκαλέσει στυτική δυσλειτουργία, χαμηλή τεστοστερόνη και αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
«Κακή ποιότητα ύπνου έχει κάποιος που δεν κοιμάται συνεχόμενα 7-8 ώρες τη νύχτα, δυσκολεύεται να αποκοιμηθεί, ξυπνά νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα ή ξυπνά πολλές φορές το βράδυ για διάφορους λόγους. Όποια κι αν είναι η αιτία, η κακή ποιότητα ύπνου έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία και γι’ αυτό θα πρέπει πάντα να αντιμετωπίζεται έγκαιρα και υπεύθυνα», επισημαίνει ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος Γ. Κατσένης.
Τα πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η κακή ποιότητα του ύπνου μπορεί να προκαλέσει χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες. Μια ομάδα ερευνητών από τα Πανεπιστήμια του Μαϊάμι, της Μανιτόμπα και του John Hopkins, χρησιμοποίησαν δεδομένα της μελέτης NHANES της περιόδου 2011-2012 και εξέτασαν το συνολικό επίπεδο τεστοστερόνης στον ορό, τη διάρκεια του ύπνου, τη σωματική άσκηση, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και τις συννοσηρότητες σε περίπου 2.700 άνδρες ηλικίας 16 - 80 ετών (με μέση ηλικία τα 46 έτη). Μετά από συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ωρών ύπνου, των άλλων προβλημάτων υγείας που ενδεχομένως να είχαν, του επιπέδου της σωματικής δραστηριότητας και των δημογραφικών στοιχείων, διαπίστωσαν ότι η χαμηλή τεστοστερόνη συσχετίστηκε με μειωμένο ύπνο και αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Από τα ευρήματά τους οι ερευνητές συμπέραναν ότι η αξιολόγηση και η θεραπεία της χαμηλής τεστοστερόνης θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βελτίωση της διάρκειας του ύπνου σε συνδυασμό με τη διαχείριση του βάρους.
«Η έλλειψη τεστοστερόνης έχει πολλές επιπτώσεις στην υγεία, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων, της στυτικής δυσλειτουργίας και του μεταβολικού συνδρόμου. Ωστόσο η στυτική δυσλειτουργία σε υπογοναδικό άνδρα με ανεπηρέαστη libido δεν οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη τεστοστερόνης και τα αίτια της πρώτης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού», αναφέρει ο Δρ. Κατσένης.
Εκτός από τη μείωση της τεστοστερόνης, σε μια τελευταία μελέτη η κακή ποιότητα ύπνου επίσης σχετίστηκε με κλινικά σημαντική στυτική δυσλειτουργία. Επιστήμονες αφού ρώτησαν για την ύπαρξη νοσημάτων, τη χρήση προϊόντων καπνού, την εργασία σε βάρδιες, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, καθώς και τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, αξιολόγησαν τη σχέση μεταξύ ύπνου και στυτικής λειτουργίας, για να εκτιμήσουν τη σχέση μεταξύ ποιότητας ύπνου και στυτικής λειτουργίας 377 ανδρών, μέσης ηλικίας 46 ετών, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα την ηλικία, τη χρήση τεστοστερόνης και τη χρήση αναστολέων της PDE5. Συνεκτιμήθηκε επίσης η χρήση μελατονίνης και άλλων φαρμάκων για τον ύπνο, η χρήση μηχανήματος για την υπνική άπνοια (CPAP), η κατάθλιψη και η χρήση αντικαταθλιπτικών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι άνδρες είχαν χειρότερη στυτική λειτουργία όταν μειώθηκε η ποιότητα του ύπνου, όπως αυτή μετρήθηκε χρησιμοποιώντας τον Δείκτη Ποιότητας Ύπνου Pittsburgh (PSQI). Η άπνοια ύπνου δεν συσχετίστηκε με χειρότερη στυτική λειτουργία, ενώ η χρήση μελατονίνης συσχετίστηκε με σημαντικά χειρότερη στυτική λειτουργία, όπως και η ηλικία και οι συνοσσηρότητες.
Σύμφωνα με τον Δρ. Κατσένη, η αγγειογενής στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή αυτή που προκαλείται από την ύπαρξη μεταβολικού συνδρόμου, υπέρτασης, κλπ, μπορεί να αντιμετωπιστεί και θεραπευτεί συντηρητικά, με την αποτελεσματική αλλαγή των παραγόντων που την προκαλούν και τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή/και με τη χρήση κρουστικών κυμάτων. Αυτή η μορφή θεραπείας απευθύνεται στους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ή δεν επιθυμούν τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και αφορά στην εφαρμογή υπερήχων (κρουστικά) απευθείας στο πέος ασθενών με αγγειογενή στυτική δυσλειτουργία. Η μέθοδος αποσκοπεί στη δημιουργία νέων αγγείων και την αύξηση της παροχής αίματος, η οποία βελτιώνει την ποιότητα και τη διάρκεια της στύσης. Η θεραπεία είναι εντελώς ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες και γίνεται στο ιατρείο. Συνήθως απαιτούνται 6-12 συνεδρίες, διάρκειας 20-30 λεπτών έκαστη.
Από τις πιο συχνές αιτίες κακής ποιότητας ύπνου είναι η νυκτουρία, κυρίως στους ηλικιωμένους άνδρες, οι οποίοι ξυπνούν δύο ή περισσότερες φορές κάθε βράδυ για να ουρήσουν. Ενώ η νυκτουρία είναι γνωστό ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πτώσεων, δεν ήταν απολύτως σαφές εάν συσχετίζεται με τη μακροπρόθεσμη συνολική υγεία ή με μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου. Ερευνητές διεξήγαγαν μια μελέτη χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη μελέτη REDUCE περίπου 7.700 ανδρών. Αφού λήφθηκαν υπόψη η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, η ύπαρξη στεφανιαίας νόσου, διαβήτη, η γεωγραφική περιοχή και η φυλή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα επεισόδια νυκτουρίας συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Εφόσον τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν από περαιτέρω έρευνες, μελλοντικά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον οι θεραπείες που αποσκοπούν στη μείωση της νυκτουρίας θα βελτιώνουν και τη συνολική επιβίωση.
Πλήθος κινδύνων για την υγεία μπορεί να προκαλέσει η κακή ποιότητα ύπνου στους άνδρες άνω των 16 ετών. Οι επιστήμονες την είχαν παλαιότερα συσχετίσει με δυσκολία συγκέντρωσης, με έλλειψη ενέργειας και με παρορμητικές συμπεριφορές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τελευταίες μελέτες, όμως, δείχνουν ότι οι κίνδυνοι είναι πιο σοβαροί. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, η κακή ποιότητα ύπνου και η νυκτουρία, που αποτελεί συχνά την αιτία της, δύναται να προκαλέσει στυτική δυσλειτουργία, χαμηλή τεστοστερόνη και αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
«Κακή ποιότητα ύπνου έχει κάποιος που δεν κοιμάται συνεχόμενα 7-8 ώρες τη νύχτα, δυσκολεύεται να αποκοιμηθεί, ξυπνά νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα ή ξυπνά πολλές φορές το βράδυ για διάφορους λόγους. Όποια κι αν είναι η αιτία, η κακή ποιότητα ύπνου έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία και γι’ αυτό θα πρέπει πάντα να αντιμετωπίζεται έγκαιρα και υπεύθυνα», επισημαίνει ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος Γ. Κατσένης.
Τα πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η κακή ποιότητα του ύπνου μπορεί να προκαλέσει χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες. Μια ομάδα ερευνητών από τα Πανεπιστήμια του Μαϊάμι, της Μανιτόμπα και του John Hopkins, χρησιμοποίησαν δεδομένα της μελέτης NHANES της περιόδου 2011-2012 και εξέτασαν το συνολικό επίπεδο τεστοστερόνης στον ορό, τη διάρκεια του ύπνου, τη σωματική άσκηση, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και τις συννοσηρότητες σε περίπου 2.700 άνδρες ηλικίας 16 - 80 ετών (με μέση ηλικία τα 46 έτη). Μετά από συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ωρών ύπνου, των άλλων προβλημάτων υγείας που ενδεχομένως να είχαν, του επιπέδου της σωματικής δραστηριότητας και των δημογραφικών στοιχείων, διαπίστωσαν ότι η χαμηλή τεστοστερόνη συσχετίστηκε με μειωμένο ύπνο και αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Από τα ευρήματά τους οι ερευνητές συμπέραναν ότι η αξιολόγηση και η θεραπεία της χαμηλής τεστοστερόνης θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βελτίωση της διάρκειας του ύπνου σε συνδυασμό με τη διαχείριση του βάρους.
«Η έλλειψη τεστοστερόνης έχει πολλές επιπτώσεις στην υγεία, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων, της στυτικής δυσλειτουργίας και του μεταβολικού συνδρόμου. Ωστόσο η στυτική δυσλειτουργία σε υπογοναδικό άνδρα με ανεπηρέαστη libido δεν οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη τεστοστερόνης και τα αίτια της πρώτης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού», αναφέρει ο Δρ. Κατσένης.
Εκτός από τη μείωση της τεστοστερόνης, σε μια τελευταία μελέτη η κακή ποιότητα ύπνου επίσης σχετίστηκε με κλινικά σημαντική στυτική δυσλειτουργία. Επιστήμονες αφού ρώτησαν για την ύπαρξη νοσημάτων, τη χρήση προϊόντων καπνού, την εργασία σε βάρδιες, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, καθώς και τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, αξιολόγησαν τη σχέση μεταξύ ύπνου και στυτικής λειτουργίας, για να εκτιμήσουν τη σχέση μεταξύ ποιότητας ύπνου και στυτικής λειτουργίας 377 ανδρών, μέσης ηλικίας 46 ετών, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα την ηλικία, τη χρήση τεστοστερόνης και τη χρήση αναστολέων της PDE5. Συνεκτιμήθηκε επίσης η χρήση μελατονίνης και άλλων φαρμάκων για τον ύπνο, η χρήση μηχανήματος για την υπνική άπνοια (CPAP), η κατάθλιψη και η χρήση αντικαταθλιπτικών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι άνδρες είχαν χειρότερη στυτική λειτουργία όταν μειώθηκε η ποιότητα του ύπνου, όπως αυτή μετρήθηκε χρησιμοποιώντας τον Δείκτη Ποιότητας Ύπνου Pittsburgh (PSQI). Η άπνοια ύπνου δεν συσχετίστηκε με χειρότερη στυτική λειτουργία, ενώ η χρήση μελατονίνης συσχετίστηκε με σημαντικά χειρότερη στυτική λειτουργία, όπως και η ηλικία και οι συνοσσηρότητες.
Σύμφωνα με τον Δρ. Κατσένη, η αγγειογενής στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή αυτή που προκαλείται από την ύπαρξη μεταβολικού συνδρόμου, υπέρτασης, κλπ, μπορεί να αντιμετωπιστεί και θεραπευτεί συντηρητικά, με την αποτελεσματική αλλαγή των παραγόντων που την προκαλούν και τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή/και με τη χρήση κρουστικών κυμάτων. Αυτή η μορφή θεραπείας απευθύνεται στους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ή δεν επιθυμούν τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και αφορά στην εφαρμογή υπερήχων (κρουστικά) απευθείας στο πέος ασθενών με αγγειογενή στυτική δυσλειτουργία. Η μέθοδος αποσκοπεί στη δημιουργία νέων αγγείων και την αύξηση της παροχής αίματος, η οποία βελτιώνει την ποιότητα και τη διάρκεια της στύσης. Η θεραπεία είναι εντελώς ανώδυνη, χωρίς παρενέργειες και γίνεται στο ιατρείο. Συνήθως απαιτούνται 6-12 συνεδρίες, διάρκειας 20-30 λεπτών έκαστη.
Από τις πιο συχνές αιτίες κακής ποιότητας ύπνου είναι η νυκτουρία, κυρίως στους ηλικιωμένους άνδρες, οι οποίοι ξυπνούν δύο ή περισσότερες φορές κάθε βράδυ για να ουρήσουν. Ενώ η νυκτουρία είναι γνωστό ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πτώσεων, δεν ήταν απολύτως σαφές εάν συσχετίζεται με τη μακροπρόθεσμη συνολική υγεία ή με μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου. Ερευνητές διεξήγαγαν μια μελέτη χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη μελέτη REDUCE περίπου 7.700 ανδρών. Αφού λήφθηκαν υπόψη η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, η ύπαρξη στεφανιαίας νόσου, διαβήτη, η γεωγραφική περιοχή και η φυλή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα επεισόδια νυκτουρίας συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Εφόσον τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν από περαιτέρω έρευνες, μελλοντικά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον οι θεραπείες που αποσκοπούν στη μείωση της νυκτουρίας θα βελτιώνουν και τη συνολική επιβίωση.