Αναπνοή και άσκηση: Υπάρχουν επιπτώσεις εάν αναπνέω από το στόμα;
Μεγάλο αντίκτυπο στο αποτέλεσμα αλλά και στη γενική υγεία έχει το είδος της αναπνοής, αλλά και της εκπνοής, κατά τη διάρκεια της άσκησης, δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι που ασκούνται είναι μεν σε καλή φόρμα αλλά μπορεί να μην είναι υγιείς. Άλλοι που επιδιώκουν τη μείωση του βάρους τους μέσω της άσκησης μπορεί να αστοχούν παρά τις επίμονες προσπάθειές τους, ενώ άλλοι που προσπαθούν να αποβάλουν το άγχος προπονούμενοι έντονα να παραμένουν σε ένταση.
Κι όλα αυτά εξαιτίας της κακής αναπνοής. Γιατί η σωστή αναπνοή αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την καλή υγεία και το πρώτο βήμα αρχίζει με τη ρινική αναπνοή.
«Ξεκινάμε τη ζωή μας αναπνέοντας από τη μύτη, όμως κάποια στιγμή πολλοί από μας ξεχνάμε αυτή την καλή συνήθεια και αντικαθιστούμε τη ρινική αναπνοή με τη στοματική. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέτουμε τον οργανισμό μας σε πολλαπλούς κινδύνους, αφού οι ρινικές τρίχες είναι το φυσικό φίλτρο του οργανισμού σε σωματίδια, βακτήρια και ξένα σώματα. Αυτές καθαρίζουν τον αέρα προτού εισέλθει στους πνεύμονες και στην κυκλοφορία του αίματος. Στο στόμα δεν υπάρχει αντίστοιχος μηχανισμός», επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Επιπτώσεις υπάρχουν όμως ειδικά όταν ο άνθρωπος ασκείται. Η αντίληψη ότι παρέχεται μεγαλύτερη ποσότητα οξυγόνου στον οργανισμό, επειδή ο αέρας εισπνέεται πιο γρήγορα από το στόμα οπότε καθίσταται ευκολότερη η ολοκλήρωση της άσκησης, είναι εσφαλμένη. Αντιθέτως, με τη στοματική αναπνοή ο οργανισμός λαμβάνει περίσσεια αέρα, η οποία μπορεί να προκαλέσει υπέρταση ή να στρεσάρει το σώμα και να το θέσει σε λειτουργία αγώνα. Έχοντας όμως σωστή αναπνοή το στρες και η ένταση μειώνεται.
Περαιτέρω, η εισπνοή μέσω της μύτης καθιστά τη ροή του οξυγόνου πιο αποτελεσματική αφού φθάνει σε όλα τα ζωτικά όργανα του σώματος. Οδηγεί πιο αποτελεσματικά το οξυγόνο στους χαμηλότερους λοβούς των πνευμόνων αντί να παραμένει στους άνω λοβούς, όπως συμβαίνει με τη στοματική αναπνοή.
Οι κάτω λοβοί έχουν περισσότερους παρασυμπαθητικούς, κατευναστικούς και επιδιορθωτικούς νευρικούς υποδοχείς, οι οποίοι ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της ρινικής αναπνοής, ενώ οι άνω λοβοί έχουν περισσότερους συμπαθητικούς υποδοχείς που ενεργοποιούνται όταν η αναπνοή γίνεται από το στόμα. Επιπλέον, οι κατώτεροι λοβοί έχουν περισσότερο αίμα και ως εκ τούτου έχουν την ικανότητα να αποβάλλουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα (CO2) από το σώμα, οπότε ο αθλούμενος λαχανιάζει λιγότερο. Επίσης, η ρινική αναπνοή χαμηλώνει τον καρδιακό ρυθμό συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του λαχανιάσματος.
Η αναπνοή μέσω της μύτης όχι μόνο βελτιώνει τη συνολική ενέργεια και χαρίζει μεγαλύτερη αντοχή στον αθλούμενο, αλλά και μειώνει τον χρόνο ανάκαμψης. Επιπλέον, ενεργοποιεί πλήρως τον θώρακα συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη βέλτιστη ευελιξία και ελαστικότητα της σπονδυλικής στήλης, της κεφαλής, του λαιμού και της μέσης. Κατά τη διάρκεια της μέτριας ή έντονης άσκησης προκαλεί την παραγωγή κορτιζόλης, της ορμόνης που καταπολεμά το στρες, μαζί με άλλες ορμόνες που παρέχουν την επιθυμία για πρόσληψη θερμίδων μετά την άσκηση. Έχει αποδειχθεί δε ότι αυξάνει την παραγωγή οξειδίου του αζώτου -κάτι που δεν έχει αποδειχθεί για τη στοματική αναπνοή- το οποίο συμβάλλει στη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων, στην αύξηση της ροής του αίματος και στην προστασία των οργάνων από βλάβες.
Αρνητικές επιπτώσεις όμως έχει και η στοματική εκπνοή, διότι στέλνει σήματα στον εγκέφαλο που δηλώνουν την ταχύτατη απώλεια του διοξειδίου του άνθρακα, γεγονός που προκαλεί παραγωγή βλέννης, επιβραδύνοντας την αναπνοή και προκαλώντας συστολή των αρτηριών και των αιμοφόρων αγγείων. «Ο μηχανισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας του οξυγόνου που χρησιμοποιεί το σώμα κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης και ακολούθως τη μείωση της ενέργειας, δυσκολεύοντας την ολοκλήρωση της προπόνησης», επισημαίνει ο Δρ. Μοιρέας.
Εξαίρεση αποτελούν οι ασκήσεις βαθιάς αναπνοής. Κατά τη διάρκεια αυτού του είδους άσκησης, ενθαρρύνεται η ρινική εισπνοή, το κράτημά της για λίγα δευτερόλεπτα και η εκπνοή από το στόμα σουφρώνοντας τα χείλη, επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο εκπνοής προκαλείται συστολή των κοιλιακών μυών, η οποία συμβάλλει στην ενδυνάμωσή τους.
Όμως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αναπνεύσουν σωστά από τη μύτη. Όταν το πρόβλημα είναι προσωρινό, όπως π.χ. ένα κρυολόγημα ή μια αλλεργική ρινίτιδα, υπάρχουν συντηρητικές θεραπείες που απελευθερώνουν τη μύτη. Στους ανθρώπους που το πρόβλημα είναι ανατομικό, απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την αποκατάστασή του. «Τα τελευταία χρόνια η λειτουργική ρινοπλαστική, δηλαδή η επέμβαση που διορθώνει τις ανωμαλίες στη μύτη, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό βαθμό.
Οι χειρουργοί που γνωρίζουν καλά την ανατομία της περιοχής και που διαθέτουν εργαλεία υψηλής τεχνολογίας, π.χ. συστήματα υπερήχων, μπορούν να την αναδιαμορφώσουν με ασφάλεια, βελτιώνοντας τη λειτουργία της.
Εκτελώντας την εργασία στο εσωτερικό της μύτης στοχεύουν στην καλυτέρευση της αναπνοής και στην καλύτερη στήριξη του οστεοχόνδρινου σκελετού. Εάν απαιτείται, στον ίδιο χρόνο επεμβαίνουν και στο εξωτερικό τμήμα της μύτης για την αλλαγή στο σχήμα, το μέγεθος και τις αναλογίες της που θα ταιριάζουν στο συγκεκριμένο πρόσωπο και θα συμβαδίζουν με την προσωπικότητά του, το φύλο και την ηλικία του.
Οι ασθενείς που επιλέγουν να χειρουργηθούν με αυτά τα εργαλεία έχουν καλύτερη μετεγχειρητική πορεία, μικρότερο χρόνο ανάρρωσης, λιγότερο πόνο -αφού δεν σπάνε οστά αλλά γίνεται γλυπτική σ’ αυτά αφήνοντας ανεπηρέαστους τους μαλακούς ιστούς- και λιγότερες εκχυμώσεις και οιδήματα», σημειώνει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Επιπλέον, οι ασθενείς που προχωρούν σε ταυτόχρονη αισθητική επέμβαση μπορούν πια να γνωρίζουν εκ των προτέρων το αισθητικό αποτέλεσμα, αφού υπάρχουν και στη χώρα μας συστήματα 3D προσομοίωσής του.
Χάρη στην εξελιγμένη αυτή τεχνολογία μπορούν να δουν σε τρισδιάστατη εικόνα το αποτέλεσμα που αναμένεται μετά από την πλαστική στη μύτη.
Διορθώνοντας, λοιπόν, το λειτουργικό πρόβλημα στη μύτη και αναπνέοντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα απ’ αυτήν οι λάτρεις των σπορ και οι αθλητές μπορούν να αποδώσουν καλύτερα και να προστατεύσουν επαρκώς την υγεία τους.
Μεγάλο αντίκτυπο στο αποτέλεσμα αλλά και στη γενική υγεία έχει το είδος της αναπνοής, αλλά και της εκπνοής, κατά τη διάρκεια της άσκησης, δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι που ασκούνται είναι μεν σε καλή φόρμα αλλά μπορεί να μην είναι υγιείς. Άλλοι που επιδιώκουν τη μείωση του βάρους τους μέσω της άσκησης μπορεί να αστοχούν παρά τις επίμονες προσπάθειές τους, ενώ άλλοι που προσπαθούν να αποβάλουν το άγχος προπονούμενοι έντονα να παραμένουν σε ένταση.
Κι όλα αυτά εξαιτίας της κακής αναπνοής. Γιατί η σωστή αναπνοή αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την καλή υγεία και το πρώτο βήμα αρχίζει με τη ρινική αναπνοή.
«Ξεκινάμε τη ζωή μας αναπνέοντας από τη μύτη, όμως κάποια στιγμή πολλοί από μας ξεχνάμε αυτή την καλή συνήθεια και αντικαθιστούμε τη ρινική αναπνοή με τη στοματική. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέτουμε τον οργανισμό μας σε πολλαπλούς κινδύνους, αφού οι ρινικές τρίχες είναι το φυσικό φίλτρο του οργανισμού σε σωματίδια, βακτήρια και ξένα σώματα. Αυτές καθαρίζουν τον αέρα προτού εισέλθει στους πνεύμονες και στην κυκλοφορία του αίματος. Στο στόμα δεν υπάρχει αντίστοιχος μηχανισμός», επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Επιπτώσεις υπάρχουν όμως ειδικά όταν ο άνθρωπος ασκείται. Η αντίληψη ότι παρέχεται μεγαλύτερη ποσότητα οξυγόνου στον οργανισμό, επειδή ο αέρας εισπνέεται πιο γρήγορα από το στόμα οπότε καθίσταται ευκολότερη η ολοκλήρωση της άσκησης, είναι εσφαλμένη. Αντιθέτως, με τη στοματική αναπνοή ο οργανισμός λαμβάνει περίσσεια αέρα, η οποία μπορεί να προκαλέσει υπέρταση ή να στρεσάρει το σώμα και να το θέσει σε λειτουργία αγώνα. Έχοντας όμως σωστή αναπνοή το στρες και η ένταση μειώνεται.
Περαιτέρω, η εισπνοή μέσω της μύτης καθιστά τη ροή του οξυγόνου πιο αποτελεσματική αφού φθάνει σε όλα τα ζωτικά όργανα του σώματος. Οδηγεί πιο αποτελεσματικά το οξυγόνο στους χαμηλότερους λοβούς των πνευμόνων αντί να παραμένει στους άνω λοβούς, όπως συμβαίνει με τη στοματική αναπνοή.
Οι κάτω λοβοί έχουν περισσότερους παρασυμπαθητικούς, κατευναστικούς και επιδιορθωτικούς νευρικούς υποδοχείς, οι οποίοι ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της ρινικής αναπνοής, ενώ οι άνω λοβοί έχουν περισσότερους συμπαθητικούς υποδοχείς που ενεργοποιούνται όταν η αναπνοή γίνεται από το στόμα. Επιπλέον, οι κατώτεροι λοβοί έχουν περισσότερο αίμα και ως εκ τούτου έχουν την ικανότητα να αποβάλλουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα (CO2) από το σώμα, οπότε ο αθλούμενος λαχανιάζει λιγότερο. Επίσης, η ρινική αναπνοή χαμηλώνει τον καρδιακό ρυθμό συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του λαχανιάσματος.
Η αναπνοή μέσω της μύτης όχι μόνο βελτιώνει τη συνολική ενέργεια και χαρίζει μεγαλύτερη αντοχή στον αθλούμενο, αλλά και μειώνει τον χρόνο ανάκαμψης. Επιπλέον, ενεργοποιεί πλήρως τον θώρακα συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη βέλτιστη ευελιξία και ελαστικότητα της σπονδυλικής στήλης, της κεφαλής, του λαιμού και της μέσης. Κατά τη διάρκεια της μέτριας ή έντονης άσκησης προκαλεί την παραγωγή κορτιζόλης, της ορμόνης που καταπολεμά το στρες, μαζί με άλλες ορμόνες που παρέχουν την επιθυμία για πρόσληψη θερμίδων μετά την άσκηση. Έχει αποδειχθεί δε ότι αυξάνει την παραγωγή οξειδίου του αζώτου -κάτι που δεν έχει αποδειχθεί για τη στοματική αναπνοή- το οποίο συμβάλλει στη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων, στην αύξηση της ροής του αίματος και στην προστασία των οργάνων από βλάβες.
Αρνητικές επιπτώσεις όμως έχει και η στοματική εκπνοή, διότι στέλνει σήματα στον εγκέφαλο που δηλώνουν την ταχύτατη απώλεια του διοξειδίου του άνθρακα, γεγονός που προκαλεί παραγωγή βλέννης, επιβραδύνοντας την αναπνοή και προκαλώντας συστολή των αρτηριών και των αιμοφόρων αγγείων. «Ο μηχανισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας του οξυγόνου που χρησιμοποιεί το σώμα κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης και ακολούθως τη μείωση της ενέργειας, δυσκολεύοντας την ολοκλήρωση της προπόνησης», επισημαίνει ο Δρ. Μοιρέας.
Εξαίρεση αποτελούν οι ασκήσεις βαθιάς αναπνοής. Κατά τη διάρκεια αυτού του είδους άσκησης, ενθαρρύνεται η ρινική εισπνοή, το κράτημά της για λίγα δευτερόλεπτα και η εκπνοή από το στόμα σουφρώνοντας τα χείλη, επειδή μ’ αυτόν τον τρόπο εκπνοής προκαλείται συστολή των κοιλιακών μυών, η οποία συμβάλλει στην ενδυνάμωσή τους.
Όμως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αναπνεύσουν σωστά από τη μύτη. Όταν το πρόβλημα είναι προσωρινό, όπως π.χ. ένα κρυολόγημα ή μια αλλεργική ρινίτιδα, υπάρχουν συντηρητικές θεραπείες που απελευθερώνουν τη μύτη. Στους ανθρώπους που το πρόβλημα είναι ανατομικό, απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την αποκατάστασή του. «Τα τελευταία χρόνια η λειτουργική ρινοπλαστική, δηλαδή η επέμβαση που διορθώνει τις ανωμαλίες στη μύτη, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό βαθμό.
Οι χειρουργοί που γνωρίζουν καλά την ανατομία της περιοχής και που διαθέτουν εργαλεία υψηλής τεχνολογίας, π.χ. συστήματα υπερήχων, μπορούν να την αναδιαμορφώσουν με ασφάλεια, βελτιώνοντας τη λειτουργία της.
Εκτελώντας την εργασία στο εσωτερικό της μύτης στοχεύουν στην καλυτέρευση της αναπνοής και στην καλύτερη στήριξη του οστεοχόνδρινου σκελετού. Εάν απαιτείται, στον ίδιο χρόνο επεμβαίνουν και στο εξωτερικό τμήμα της μύτης για την αλλαγή στο σχήμα, το μέγεθος και τις αναλογίες της που θα ταιριάζουν στο συγκεκριμένο πρόσωπο και θα συμβαδίζουν με την προσωπικότητά του, το φύλο και την ηλικία του.
Οι ασθενείς που επιλέγουν να χειρουργηθούν με αυτά τα εργαλεία έχουν καλύτερη μετεγχειρητική πορεία, μικρότερο χρόνο ανάρρωσης, λιγότερο πόνο -αφού δεν σπάνε οστά αλλά γίνεται γλυπτική σ’ αυτά αφήνοντας ανεπηρέαστους τους μαλακούς ιστούς- και λιγότερες εκχυμώσεις και οιδήματα», σημειώνει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Επιπλέον, οι ασθενείς που προχωρούν σε ταυτόχρονη αισθητική επέμβαση μπορούν πια να γνωρίζουν εκ των προτέρων το αισθητικό αποτέλεσμα, αφού υπάρχουν και στη χώρα μας συστήματα 3D προσομοίωσής του.
Χάρη στην εξελιγμένη αυτή τεχνολογία μπορούν να δουν σε τρισδιάστατη εικόνα το αποτέλεσμα που αναμένεται μετά από την πλαστική στη μύτη.
Διορθώνοντας, λοιπόν, το λειτουργικό πρόβλημα στη μύτη και αναπνέοντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα απ’ αυτήν οι λάτρεις των σπορ και οι αθλητές μπορούν να αποδώσουν καλύτερα και να προστατεύσουν επαρκώς την υγεία τους.