Ζαρωμένο δέρμα: Πού οφείλεται και πως αντιμετωπίζεται
Καθώς μεγαλώνουμε, το δέρμα χάνει σταδιακά την ελαστικότητά του και χαλαρώνει. Όταν όμως αρχίζει να γίνεται λεπτό και με ζάρες, σαν το χαρτί κρεπ, η ηλικία μπορεί να μην είναι μία από τις βασικές αιτίες.
«Σε αντίθεση με τις ρυτίδες που δημιουργούνται γύρω από τα μάτια και το στόμα εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων μυϊκών κινήσεων, το λεπτό και ζαρωμένο δέρμα στο πρόσωπο, στα χέρια και σε άλλα σημεία του σώματος συνήθως σχετίζεται με την έκθεση στον ήλιο», λέει ο Δρ. Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος (Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική). «Το κλειδί είναι οι ίνες της ελαστίνης οι οποίες επιτρέπουν στο δέρμα να τεντώνεται και να ανακτά την λεία όψη του».
Οι ίνες της ελαστίνης έχουν την ικανότητα να αυτοεπιδιορθώνονται, γι’ αυτό και κατά τα πρώτα χρόνια της έκθεσης στον ήλιο το δέρμα μοιάζει φυσιολογικό. Σταδιακά όμως ο ήλιος πλήττει αυτή την ικανότητα και οι ίνες δεν μπορούν να επιδιορθωθούν πλήρως (είναι σαν τα λάστιχα στα ρούχα που με τον καιρό ξεχειλώνουν), με τελικό επακόλουθο να αποκτά το δέρμα μια ζαρωμένη όψη.
«Το λεπτό και ζαρωμένο δέρμα συνήθως εμφανίζεται στην μέση ηλικία, μετά τα 45 έτη», προσθέτει ο κ. Μιχελάκης. «Αν όμως κάποιος εργάζεται σε υπαίθριο χώρο ή εκτίθεται χειμώνα-καλοκαίρι στον ήλιο (π.χ. αγρότες, όσοι εκτίθενται παρατεταμένα στον ήλιο χωρίς τη λήψη κατάλληλης προστασίας ή όσοι κάνουν τακτικά σολάριουμ), μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε πολύ νεαρές ηλικίες».
Το λεπτό και ζαρωμένο δέρμα είναι πιο συνηθισμένο σε ανθρώπους με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνισή του είναι:
* Η απώλεια σημαντικού βάρους
* Η απουσία υγρασίας από το δέρμα
* Η μακροχρόνια λήψη ορισμένων φαρμάκων, όπως η πρεδνιζόνη (είναι ένα κορτικοστεροειδές)
* Παράγοντες του τρόπου ζωής όπως το κάπνισμα, η έλλειψη ύπνου και η κακή διατροφή
* Η ατμοσφαιρική ρύπανση
Τα καλά νέα είναι πως υπάρχουν τρόποι για να αποφύγετε το ζαρωμένο δέρμα ή ακόμα και να το διορθώσετε έως ένα βαθμό.
Τρόποι προστασίας
Το δέρμα χάνει την ελαστικότητά του καθώς γερνάμε, εξαιτίας της αφυδάτωσης και άλλων παραγόντων. Αν και δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει κανείς εντελώς αυτή την απώλεια, μπορεί να την επιβραδύνει. Ο Δρ. Μιχελάκης συνιστά τα εξής:
* Να αποφεύγετε την άμεση έκθεση στον ήλιο. Να κάθεστε όσο περισσότερο μπορείτε στη σκιά και να φοράτε αντηλιακό όταν βγαίνετε από το σπίτι.
* Να δώσετε προτεραιότητα στην ενυδάτωση. Η καλή ενυδάτωση του δέρματος το προστατεύει από τις βλάβες που προκαλούν ή επιδεινώνουν το ζάρωμά του.
* Προσέξτε τα συστατικά της υδατικής σας. Βεβαιωθείτε ότι περιέχουν υδροξυοξέα, σαλικυλικό οξύ, γαλακτικό οξύ ή γλυκολικό οξύ. Τα προϊόντα αυτά ενυδατώνουν το δέρμα και το κάνουν πιο «γεμάτο», με αποτέλεσμα να μειώνουν τις ζάρες πάνω του.
Τα προϊόντα με υδροξυοξέα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για όσους έχουν περάσει τα 40 τους χρόνια. «Καθώς περνούν τα χρόνια, μειώνεται η παραγωγή σμήγματος (λίπους) από το δέρμα», εξηγεί ο Δρ. Μιχελάκης. «Το σμήγμα, όμως, δρα ως φραγμός, προστατεύοντας το δέρμα από τα χημικά του περιβάλλοντος που προκαλούν ερεθισμούς και φλεγμονή. Επομένως δίχως αυτό, το δέρμα απομένει ευάλωτο σε τέτοιου είδους βλάβες».
Για να προστατευθείτε, να διαλέγετε μαλακτικές κρέμες και καθαριστικά με υδροξυοξέα, καθώς και τοπικές κρέμες ρετινόλης για να μειώσετε την ζαρωμένη όψη του δέρματος. «Η ρετινόλη συμβάλλει στην αποκατάσταση της ελαστικότητας του δέρματος, ενώ αυξάνει το κολλαγόνο (είναι η βασική πρωτεΐνη του δέρματος) και την ελαστίνη».
Οι θεραπείες
Τι μπορούν όμως να κάνουν όσοι ήδη έχουν λεπτό και ζαρωμένο δέρμα; Η απάντηση εξαρτάται από την ένταση του προβλήματος, τις αιτίες του και τα σημεία του σώματος όπου έχει εκδηλωθεί, διότι οι πιθανές θεραπείες είναι πολλές και συμπεριλαμβάνουν από τοπικές αλοιφές, fillers και peelings έως microdermabration, μεσοθεραπείες και χειρουργικές επεμβάσεις.
Αν το πρόβλημα είναι μέτριο έως ήπιο, ενδεχομένως μπορεί να βοηθήσει η καλή ενυδάτωση και η χρήση προϊόντων με ρετινόλη ή άλφα υδροξυοξέα, όπως το γλυκολικό οξύ, το γαλακτικό οξύ, το μηλικό οξύ, το κιτρικό οξύ και το ταρταρικό οξύ. Ωστόσο «είναι σημαντικό τα προϊόντα αυτά να τα συστήσει ο δερματολόγος ιατρός, η χρήση τους να γίνει με βάση τις οδηγίες τους και να διακοπεί αμέσως εάν υπάρξει κάποια ανεπιθύμητη αντίδραση», προειδοποιεί ο Δρ. Μιχελάκης. «Επιπλέον, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτοχρόνως πολλά και διαφορετικά είδη. Ούτε πρέπει ο χρήστης τους να είναι ανυπόμονος: συνήθως απαιτούνται μερικοί μήνες έως ότου φανεί το αποτέλεσμά τους».
Άλλες πιθανές επιλογές είναι οι συνταγογραφούμενες τοπικές θεραπείες με συστατικά όπως η τρετινοΐνη και η βιταμίνη C, καθώς και οι τοπικές θεραπείες με συσκευές που εκπέμπουν ραδιοσυχνότητες, υπερήχους ή παλμικό φως.
Οι θεραπείες με συσκευές εφαρμόζονται συνήθως σε ηλικίες άνω των 45 ετών και σε μικρά τμήματα του δέρματος, για να αναπλάσουν το κολλαγόνο, να γίνει πιο σφικτό το δέρμα και να βελτιωθεί το περίγραμμα.
Για παράδειγμα, οι θεραπείες με ραδιοσυχνότητες είναι πιο αποτελεσματικές σε περιοχές του δέρματος οι οποίες δεν προσκολλώνται σε μυς, όπως στο πρόσωπο και στον λαιμό. Ωστόσο για τα τμήματα όπου προσκολλάται το δέρμα στους μυς, πιο αποτελεσματικές μπορεί να είναι θεραπείες με fillers που «γεμίζουν» το χαλαρωμένο δέρμα και βελτιώνουν το περίγραμμά του.
Αν όμως το ζάρωμα του δέρματος είναι μεγάλο και οφείλεται στην απώλεια σημαντικού βάρους, μπορεί να χρειασθεί πλαστική επέμβαση.
Τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι «επειδή οι διαθέσιμες θεραπείες είναι πολλές και διαφορετικές, χρειάζεται αξιολόγηση του δέρματος από τον δερματολόγο ιατρό, ώστε να καταρτιστεί ένα εξατομικευμένο πλάνο θεραπείας», καταλήγει ο κ. Μιχελάκης.
«Σε αντίθεση με τις ρυτίδες που δημιουργούνται γύρω από τα μάτια και το στόμα εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων μυϊκών κινήσεων, το λεπτό και ζαρωμένο δέρμα στο πρόσωπο, στα χέρια και σε άλλα σημεία του σώματος συνήθως σχετίζεται με την έκθεση στον ήλιο», λέει ο Δρ. Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος (Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική). «Το κλειδί είναι οι ίνες της ελαστίνης οι οποίες επιτρέπουν στο δέρμα να τεντώνεται και να ανακτά την λεία όψη του».
Οι ίνες της ελαστίνης έχουν την ικανότητα να αυτοεπιδιορθώνονται, γι’ αυτό και κατά τα πρώτα χρόνια της έκθεσης στον ήλιο το δέρμα μοιάζει φυσιολογικό. Σταδιακά όμως ο ήλιος πλήττει αυτή την ικανότητα και οι ίνες δεν μπορούν να επιδιορθωθούν πλήρως (είναι σαν τα λάστιχα στα ρούχα που με τον καιρό ξεχειλώνουν), με τελικό επακόλουθο να αποκτά το δέρμα μια ζαρωμένη όψη.
«Το λεπτό και ζαρωμένο δέρμα συνήθως εμφανίζεται στην μέση ηλικία, μετά τα 45 έτη», προσθέτει ο κ. Μιχελάκης. «Αν όμως κάποιος εργάζεται σε υπαίθριο χώρο ή εκτίθεται χειμώνα-καλοκαίρι στον ήλιο (π.χ. αγρότες, όσοι εκτίθενται παρατεταμένα στον ήλιο χωρίς τη λήψη κατάλληλης προστασίας ή όσοι κάνουν τακτικά σολάριουμ), μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε πολύ νεαρές ηλικίες».
Το λεπτό και ζαρωμένο δέρμα είναι πιο συνηθισμένο σε ανθρώπους με ανοιχτόχρωμο δέρμα. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνισή του είναι:
* Η απώλεια σημαντικού βάρους
* Η απουσία υγρασίας από το δέρμα
* Η μακροχρόνια λήψη ορισμένων φαρμάκων, όπως η πρεδνιζόνη (είναι ένα κορτικοστεροειδές)
* Παράγοντες του τρόπου ζωής όπως το κάπνισμα, η έλλειψη ύπνου και η κακή διατροφή
* Η ατμοσφαιρική ρύπανση
Τα καλά νέα είναι πως υπάρχουν τρόποι για να αποφύγετε το ζαρωμένο δέρμα ή ακόμα και να το διορθώσετε έως ένα βαθμό.
Τρόποι προστασίας
Το δέρμα χάνει την ελαστικότητά του καθώς γερνάμε, εξαιτίας της αφυδάτωσης και άλλων παραγόντων. Αν και δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει κανείς εντελώς αυτή την απώλεια, μπορεί να την επιβραδύνει. Ο Δρ. Μιχελάκης συνιστά τα εξής:
* Να αποφεύγετε την άμεση έκθεση στον ήλιο. Να κάθεστε όσο περισσότερο μπορείτε στη σκιά και να φοράτε αντηλιακό όταν βγαίνετε από το σπίτι.
* Να δώσετε προτεραιότητα στην ενυδάτωση. Η καλή ενυδάτωση του δέρματος το προστατεύει από τις βλάβες που προκαλούν ή επιδεινώνουν το ζάρωμά του.
* Προσέξτε τα συστατικά της υδατικής σας. Βεβαιωθείτε ότι περιέχουν υδροξυοξέα, σαλικυλικό οξύ, γαλακτικό οξύ ή γλυκολικό οξύ. Τα προϊόντα αυτά ενυδατώνουν το δέρμα και το κάνουν πιο «γεμάτο», με αποτέλεσμα να μειώνουν τις ζάρες πάνω του.
Τα προϊόντα με υδροξυοξέα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για όσους έχουν περάσει τα 40 τους χρόνια. «Καθώς περνούν τα χρόνια, μειώνεται η παραγωγή σμήγματος (λίπους) από το δέρμα», εξηγεί ο Δρ. Μιχελάκης. «Το σμήγμα, όμως, δρα ως φραγμός, προστατεύοντας το δέρμα από τα χημικά του περιβάλλοντος που προκαλούν ερεθισμούς και φλεγμονή. Επομένως δίχως αυτό, το δέρμα απομένει ευάλωτο σε τέτοιου είδους βλάβες».
Για να προστατευθείτε, να διαλέγετε μαλακτικές κρέμες και καθαριστικά με υδροξυοξέα, καθώς και τοπικές κρέμες ρετινόλης για να μειώσετε την ζαρωμένη όψη του δέρματος. «Η ρετινόλη συμβάλλει στην αποκατάσταση της ελαστικότητας του δέρματος, ενώ αυξάνει το κολλαγόνο (είναι η βασική πρωτεΐνη του δέρματος) και την ελαστίνη».
Οι θεραπείες
Τι μπορούν όμως να κάνουν όσοι ήδη έχουν λεπτό και ζαρωμένο δέρμα; Η απάντηση εξαρτάται από την ένταση του προβλήματος, τις αιτίες του και τα σημεία του σώματος όπου έχει εκδηλωθεί, διότι οι πιθανές θεραπείες είναι πολλές και συμπεριλαμβάνουν από τοπικές αλοιφές, fillers και peelings έως microdermabration, μεσοθεραπείες και χειρουργικές επεμβάσεις.
Αν το πρόβλημα είναι μέτριο έως ήπιο, ενδεχομένως μπορεί να βοηθήσει η καλή ενυδάτωση και η χρήση προϊόντων με ρετινόλη ή άλφα υδροξυοξέα, όπως το γλυκολικό οξύ, το γαλακτικό οξύ, το μηλικό οξύ, το κιτρικό οξύ και το ταρταρικό οξύ. Ωστόσο «είναι σημαντικό τα προϊόντα αυτά να τα συστήσει ο δερματολόγος ιατρός, η χρήση τους να γίνει με βάση τις οδηγίες τους και να διακοπεί αμέσως εάν υπάρξει κάποια ανεπιθύμητη αντίδραση», προειδοποιεί ο Δρ. Μιχελάκης. «Επιπλέον, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτοχρόνως πολλά και διαφορετικά είδη. Ούτε πρέπει ο χρήστης τους να είναι ανυπόμονος: συνήθως απαιτούνται μερικοί μήνες έως ότου φανεί το αποτέλεσμά τους».
Άλλες πιθανές επιλογές είναι οι συνταγογραφούμενες τοπικές θεραπείες με συστατικά όπως η τρετινοΐνη και η βιταμίνη C, καθώς και οι τοπικές θεραπείες με συσκευές που εκπέμπουν ραδιοσυχνότητες, υπερήχους ή παλμικό φως.
Οι θεραπείες με συσκευές εφαρμόζονται συνήθως σε ηλικίες άνω των 45 ετών και σε μικρά τμήματα του δέρματος, για να αναπλάσουν το κολλαγόνο, να γίνει πιο σφικτό το δέρμα και να βελτιωθεί το περίγραμμα.
Για παράδειγμα, οι θεραπείες με ραδιοσυχνότητες είναι πιο αποτελεσματικές σε περιοχές του δέρματος οι οποίες δεν προσκολλώνται σε μυς, όπως στο πρόσωπο και στον λαιμό. Ωστόσο για τα τμήματα όπου προσκολλάται το δέρμα στους μυς, πιο αποτελεσματικές μπορεί να είναι θεραπείες με fillers που «γεμίζουν» το χαλαρωμένο δέρμα και βελτιώνουν το περίγραμμά του.
Αν όμως το ζάρωμα του δέρματος είναι μεγάλο και οφείλεται στην απώλεια σημαντικού βάρους, μπορεί να χρειασθεί πλαστική επέμβαση.
Τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι «επειδή οι διαθέσιμες θεραπείες είναι πολλές και διαφορετικές, χρειάζεται αξιολόγηση του δέρματος από τον δερματολόγο ιατρό, ώστε να καταρτιστεί ένα εξατομικευμένο πλάνο θεραπείας», καταλήγει ο κ. Μιχελάκης.